Skip to main content

Μουσικά Νέα

Memoirs Are the New Rock ‘N’ Roll, Vol. 1: Grant & I (Inside and Outside the Go-Betweens)

Ο Γιώργος Δρόσος αναλαμβάνει να μας ξεναγεί κάθε μήνα στις σελίδες βιβλίων γραμμένων από αγαπημένους μουσικούς μέσα από την καινούρια μας στήλη Memoirs Are the New Rock ‘N’ Roll. Στο πρώτο "επεισόδιο" συναντάμε το "Grant & I" του Robert Forster.

  31682438._SY475_.jpg

    «Ανακάλυψα ότι όταν κάποιος πεθαίνει, η συζήτηση μαζί του δεν σταματά εκεί». Με αυτή τη φράση ξεκινά το τελευταίο κεφάλαιο του Grant & I, όταν ο Grant McLennan έχει πια αποδημήσει. Οι Go-Betweens ήταν πάντα εξαιρετικοί στην τέχνη της εναρκτήριας φράσης, ξεκινώντας τα τραγούδια τους με αξιομνημόνευτες ατάκες/δίστιχα/στροφές (και έχοντας πολύ προσεγμένους στίχους γενικά). Ωστόσο, η παραπάνω φράση, πέρα από τις άλλες χρησιμότητές της, συμπυκνώνει και το κίνητρο του Robert Forster για να γράψει το βιβλίο: υποτίθεται πως το επόμενο πρωί ο McLennan, παρότι νεκρός, «ζήτησε» από τον Forster να γράψει «τις κοινές τους περιπέτειες». Όσο δύσκολο είναι να πάρει κανείς αυτή την ποιητική-μεταφυσική εικόνα τοις μετρητοίς, το Grant & I προφανώς και εκκινεί από την ανάγκη του Robert Forster να πει πράγματα για (προς) τον αλλοτινό του συνοδοιπόρο, πράγματα τα οποία δεν είχε ίσως προλάβει να πει όσο εκείνος ζούσε, αλλά και για να αφηγηθεί την ιστορία του συγκροτήματός τους και της φιλίας τους, αποσαφηνίζοντας παράλληλα πολλές απορίες των φίλων των Go-Betweens.

 Η σχέση και των δύο με τον γραπτό λόγο, με τα βιβλία και τα περιοδικά (κυρίως τα λογοτεχνικά και τα κινηματογραφικά), υπήρξε έντονη και συνεχής, και αυτό είναι κάτι που διαπερνά όλο το βιβλίο. Για παράδειγμα, τα πρώτα «σοβαρά» τραγούδια που γράφει ο Forster για την μπάντα, “Karen” και “Lee Remick” έχουν να κάνουν με μια βιβλιοθηκονόμο (και άρα με πολλούς φημισμένους συγγραφείς) και με μια παλιά ηθοποιό του Χόλυγουντ (την οποία κατορθώνουν αργότερα να γνωρίσουν και να της δώσουν το επίμαχο single που την αφορά). Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν οι Go-Betweens έχουν διαλυθεί προσωρινά, οι Forster και McLennan ξαναβρίσκονται για να γράψουν ένα σενάριο, το οποίο τελικά ολοκληρώνεται αλλά δεν γυρίζεται ποτέ σε ταινία. Εξάλλου, το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, τα οποία ονομάζονται «Μπομπίνα 1» και «Μπομπίνα 2», σαν να έχουμε να κάνουμε με μια προβολή.

Επιπλέον, στο σχετικά μικρό κομμάτι που αφορά την παιδική ηλικία και την εφηβεία του, ο αφηγητής αναφέρεται φυσικά και στην μουσική (ο David Bowie αναδεικνύεται σε μεγάλη επιρροή του), αλλά αυτό που τονίζει περισσότερο είναι οι συγγραφικές του βλέψεις, η ικανότητά του να χειρίζεται τον γραπτό λόγο και το πώς η ικανότητα αυτή αναγνωριζόταν και από άλλους γύρω του, περιλαμβανομένων και των καθηγητών του στο σχολείο. Παρόλο που έχει ήδη ξεκινήσει να παίζει κιθάρα σαν έφηβος, η μουσική ήταν μόνο ένα από τα πολλά ενδιαφέροντά του – απλώς, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά λίγο αργότερα, η συγκεκριμένη μορφή τέχνης έτυχε να τρέχει στον εσωτερικό διάδρομο και να κερδίσει τελικά την κούρσα από όλες τις υπόλοιπες.

 Από την πλευρά του ο McLennan, ήδη από τις πρώτες του «εμφανίσεις» στο βιβλίο, δείχνει πολύ πιο σίγουρος για το τι θέλει να κάνει – κι αυτό δεν είναι να παίξει σε κάποια μπάντα. Παρόλο που αγαπά και τη μουσική και τη λογοτεχνία, αυτό που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι να δουλέψει στον κινηματογράφο, είτε σαν κριτικός είτε σαν σκηνοθέτης είτε, ακολουθώντας το παράδειγμα των αγαπημένων του Γκοντάρ και Τρυφώ, συνδυάζοντας και τις δύο αυτές ιδιότητες. Μιλά στους γύρω του με άνεση και αγάπη για το Γαλλικό Νέο Κύμα, τον ιταλικό νεορεαλισμό ,τις ταινίες της αβάν-γκαρντ, ενώ ο Forster παραδέχεται πως η σπουδαιότερη ταινία που είχε δει μέχρι τότε ήταν το ( όχι εντελώς ευκαταφρόνητο αλλά όχι και αριστούργημα) «Κεντρί», με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Πωλ Νιούμαν.

 Ο Forster και ο McLennan πρωτοσυναντιούνται στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ως πρωτοετείς στο Πανεπιστήμιο του Queensland, στο Brisbane (πόλη όπου έχει μεγαλώσει ο Forster, και όπου έμενε ακόμα με τους γονείς του εκείνη την περίοδο). Στο βιβλίο, ο Forster χαρακτηρίζει τον εαυτό του έναν από τους πιο έξυπνους φοιτητές του Πανεπιστημίου, παρόλο που οι βαθμοί του άλλα έλεγαν. Ωστόσο, η γνωριμία με ανθρώπους σαν τον McLennan τον κάνει να καταλάβει πως υπάρχουν και πιο διαβασμένοι, πιο «διανοούμενοι» πρωτοετείς από εκείνον. Σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους που έχει γνωρίσει, ο McLennan συγκεκριμένα τού φαίνεται πιο ευφυής και «ψαγμένος», αλλά παράλληλα πιο μποέμ και πιο χαλαρός. Έχει έναν αέρα μυστηριώδη και απροσπέλαστο, αλλά δείχνει παράλληλα και πιο ευάλωτος: «Έδειχνε αξιοσημείωτα αποσπασμένος από την αρχή. Η σύνδεσή του με τον κόσμο, όπως θα ανακάλυπτα, ήταν μέσα από τα πράγματα που αγαπούσε, έστω κι αν αυτά κατέληγαν να τον αποσπούν ακόμα περισσότερο από τον κόσμο γύρω του» (σελ. 29).

91479007_534078090497944_7520629928778268672_n.jpg

Γενικά, πρόκειται, κατά το κοινώς λεγόμενο, για μια «καλλιτεχνική φύση». Γι’ αυτό και όταν οι πρώτες απόπειρες του Forster να σχηματίσει μπάντες με άλλους αποτυγχάνουν, ο «ψηλός» στρέφεται προς τον McLennan, καταλαβαίνοντας ενστικτωδώς πως τα διαβάσματά του και οι κινηματογραφικές αναφορές του θα τον καταστήσουν ένα πολύ πιο ενδιαφέροντα μουσικό συνεργάτη (εξάλλου, τον έχει ήδη ακούσει να τραγουδά και έχει καταλάβει πως δεν είναι άμουσος). Ωστόσο, προκειμένου να πείσει τον φίλο του να συνεργαστούν, ο Forster καλείται να περάσει από μια ιδιότυπη οντισιόν:

«Θα χρειαζόταν να πάω στην Golding Street (σημ.: όπου έμενε τότε ο McLennan) και να παίξω τα καινούρια μου τραγούδια στο κασετόφωνό του. Θα έπαιρνε την κασέτα μαζί του στο (σημ.: η περιοχή όπου έμενε η οικογένεια του G.M.), θατα άκουγε, θα σκεφτόταν την πρότασή μου, και θα μου έστελνε ταχυδρομικά την απάντησή του. Έχει υπάρξει ποτέ πιο αλλόκοτη οντισιόν για συγκρότημα; Αλλά και πάλι, αν ήταν αυτό το συγκρότημα να το ξεκινήσουμε εγώ και ο Grant, δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ φυσιολογικό.

        Μια καρτ ποστάλ έφτασε στο The Gap λίγο μετά τα Χριστούγεννα, με την εικόνα μιας ειδυλλιακής, απομονωμένης ακρογιαλιάς, και γύρω της δάσος, γαλάζια νερά και την επιγραφή «Χαιρετισμούς από την βόρεια Queensland. Ο Grant έγραφε: ‘Αγαπητέ Bob, ελπίζω να συνεχίζεις να εξασκείσαι στην κιθάρα. Ακούω την κασέτα αυτόν τον καιρό. Φίλε, υπάρχει κάτι για το μέλλον. Τσέκαρα τις νέες ημερομηνίες για τις συναυλίες των Blondie και χαλάστηκα. Τέλος πάντων, Grant’ (σελ. 40)».

 Ο Forster ερμηνεύει αυτές τις λιγοστές γραμμές ως ένα επιφυλακτικό ναι – και έχει δίκιο. Από εκείνο το σημείο και μετά ξεκινά η ιστορία των Go-Betweens, όπως επίσης και η ιστορία ενός (εικονικού, εν πολλοίς) συνθετικού διδύμου (όπως και οι Lennon/McCartney, οι Jagger/Richards και οι Strummer/Jones, και σε αντίθεση με τους Bachrach/David ή τους Leiber/Stoller, οι δύο Αυστραλοί γράφουν ο καθένας τα δικά του τραγούδια, με μικρή έως και καθόλου συμβολή από τον άλλον, αν και τα υπογράφουν μαζί για λόγους publishing ή και πρεστίζ). Η συμφωνία μεταξύ τους είναι λίγο-πολύ γνωστή στους πιστούς του συγκροτήματος: 10 τραγούδια ανά δίσκο, 5 γραμμένα από τον έναν και 5 από τον άλλον. Απλώς, πριν την ηχογράφηση του κάθε άλμπουμ ακούνε ο ένας το υλικό του άλλου.

go-betweens-2.jpg

 Σημειωτέον πως το μόνο τραγούδι από όλη τη δισκογραφία τους που δεν συμβαδίζει με αυτόν τον διακανονισμό είναι το ούτως ή άλλως πολύ ξεχωριστό “Streets of Your Town”. Είναι το μόνο τραγούδι που ο McLennan παίζει πρώτα στον παραγωγό και την Amanda Brown, η οποία έχει άλλωστε μια μικρή, ανεπίσημη συμβολή στη σύνθεση. Ο Forster ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή τη μικρή «προδοσία» από πλευράς του McLennan αν και πιθανολογεί πως είχε να κάνει με τον ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε σταδιακά μεταξύ τους – άλλωστε, το εν λόγω τραγούδι ήταν εκείνο που έφτασε πιο κοντά στο να γίνει χιτ. Το ότι δεν έγινε τελικά είναι μια ακόμη απορία του Forster, απορία που δείχνει να τον απασχολεί σε αρκετές σελίδες του Grant & I.

 Ακόμα και πριν από τη στρατολόγηση του McLennan, ο Forster ονειρεύεται να σχηματίσει μια μπάντα που έστω κι αν θα υστερεί –συνειδητά- σε δεξιοτεχνία, θα διαθέτει «με κάποιον τρόπο» τα καλύτερα τραγούδια από όλους (τους συγχρόνους της). Ο ίδιος είναι ένας σχετικά άρτιος κιθαρίστας και συνθέτης, ο McLennan ξεκινά να παίζει (πρώτα μπάσο και μετά κιθάρα) και να γράφει μόνο μετά τη γνωριμία του με τον Forster και το σχηματισμό των Go-Betweens. Αυτό είναι ένα από τα βασικά θέματα του βιβλίου: το πώς ο Forster παρακολουθεί με θαυμασμό (ίσως ενίοτε και με κάποια ζήλεια) τον McLennan να γίνεται σταδιακά καλύτερος κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης από τον ίδιο. Στην παράδοση των κλασσικών Bildungsroman και Kunstlerroman των τελευταίων αιώνων, το Grant & I είναι μέσα σε όλα και η καταγραφή του πώς ένας άνθρωπος που δεν είχε μουσικές φιλοδοξίες εξελίχθηκε –σχεδόν χωρίς να το καταλάβει και χωρίς να το εξηγήσει ο ίδιος με τη μορφή ενός αντίστοιχου βιβλίου- σε έναν πραγματικό μάστορα της ευγενούς τέχνης της τραγουδοποιίας.

 Αλλά το βιβλίο αφορά επίσης και την εξέλιξη μιας φιλίας, ενός κοινού οράματος, μιας συνεργασίας, ενός ανταγωνισμού που γίνεται ενίοτε έως και αθέμιτος, με τις δυσκολίες και τις αποτυχίες να δίνουν τροφή για πικρία και παράνοια. Και βέβαια, είναι η ιστορία μιας ολόκληρης μπάντας, που είχε πάντα σπουδαία τραγούδια αλλά ποτέ κάποια πραγματικά σπουδαία επιτυχία. Από το Brisbane στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ και από εκεί στο Λονδίνο και στη Γερμανία, οι Go-Betweens αναζητούν συνεχώς το τέλειο τραγούδι, τον τέλειο ήχο, τον τέλειο παραγωγό κι ακόμα όταν δείχνουν να τα καταφέρνουν η επιτυχία τους διαφεύγει – το ίδιο και η οικονομική ασφάλεια ή η άνετη καθημερινότητα.

«Οι ηχογραφήσεις σημαίνουν προϋπολογισμούς, οι προϋπολογισμοί σημαίνουν συγκεκριμένους μισθούς για τα μέλη, και με την ορμή της μπάντας μεγάλη αλλά το εισόδημα χαμηλό, περπατούσα με πλαστικές σακούλες κολλημένες στις μπότες μου, αδυνατώντας να πληρώσω για επισκευή που θα κόστιζε τριάντα λίρες ή για ένα καινούριο ζευγάρι (σελ. 171)»

Μεγάλη αφραγκία, μεγάλη επιμονή. Αλλά και μια κάποια δικαίωση, αργότερα. Προς το τέλος του βιβλίου σου αποκομίζεις την αίσθηση πως οι Go-Betweens αν μη τι άλλο κέρδισαν την ικανοποίηση της αναγνώρισης, της προσωπικής και καλλιτεχνικής ισορροπίας, της οικονομικής ασφάλειας – και, ναι, το να καταφέρνεις να ζεις από την τέχνη σου δεν είναι διόλου ασήμαντο.

betweens_gall.jpg

 Προφανώς, πολλοί άνθρωποι παίξανε ρόλο σε όλη αυτή την εξέλιξη των Go-Betweens και των ίδιων των Forster και McLennan και η πλειονότητα αυτών «περνά» από τις σελίδες του Grant &I. Όμως, την πιο σημαντική συμβολή και στους δύο αυτούς τομείς φαίνεται να την είχαν η Lindy Morrison και η Amanda Brown. Όταν το συγκρότημα ήταν ακόμη τρίο, με την ίδια στα ντραμς, τον Forster στην κιθάρα και τον McLennan στο μπάσο, η Morrison -πιο ώριμη από τους άλλους δύο, πιο οργανωτική και μάχιμη, χάρη στον φεμινιστικό ακτιβισμό της και πιο έμπειρη μουσικά-, είναι σε θέση να διαχειριστεί και να δώσει ώθηση στο όλο εγχείρημα. Από την πλευρά της, η Brown προσφέρει αργότερα την εξαιρετική μουσικότητά της στο συγκρότημα (διαθέτει κλασσική παιδεία, παίζει πλειάδα οργάνων, είναι πολύ καλή στις ενορχηστρώσεις αλλά και στα δεύτερα φωνητικά) αλλά και την ψυχική γαλήνη στον μοναχικό και αδιόρατα θλιμμένο McLennan.

 Οπότε δεν θα ήταν άστοχο να χαρακτηρίσει ως αυτοκαταστροφική την πρόταση του Forster στον McLennan να διώξουν όλα τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος (περιλαμβανομένων και των Morrison και Brown) και να επανέλθουν σε ένα πιο απλό, σχήμα: δύο κιθάρες, δύο φωνές. Το ακόμα πιο αυτοκαταστροφικό είναι ότι αυτή η πρόταση γίνεται από τηλεφώνου, με τις δύο άμεσα ενδιαφερόμενες να είναι παρούσες, σε καθεμία από τις δύο άκρες της γραμμής. Έξαλλη –εδώ που τα λέμε, με το δίκιο της- η Morrison αρπάζει το τηλέφωνο από τον σύντροφο και συνεργάτη της (τον Forster) και ζητά από την Brown να παρατήσει επιτόπου τον McLennan, πράγμα που κάνει αντίστοιχα και η ίδια.

 Η πρόταση του Forster έχει έρθει μέσα από μια διαδικασία διαρκούς στοχασμού πάνω στις αιτίες αποτυχίας του συγκροτήματος συνολικά. Το νέο, πολύ απλό μοντέλο που προτείνει είναι πιο πρακτικό, αλλά βασίζεται και στην παρατήρηση άλλων συγκροτημάτων όπως οι R.E.M. (με τους οποίους οι Go-Betweens έχουν περιοδεύσει και τους έχουν δει να γίνονται σιγά-σιγά superstars). Σύμφωνα με την κρίση του Forster τέτοια συγκροτήματα επιτυγχάνουν όχι μόνο λόγω της αλληλεγγύης και της αλληλοστήριξης μεταξύ των μελών, αλλά και λόγω του ότι είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο frontman, το δημόσιο πρόσωπο στο οποίο στρέφονται τα media και οι φαν. Αντίθετα, όλα τα μέλη των Go-Betweens έχουν ισχυρές προσωπικότητες και την επιθυμία για αυτοπροβολή. Με μόνο τον ίδιο και τον McLennan, το εύρος της προσοχής του κοινού θα μπορούσε θεωρητικά να περιοριστεί στα απολύτως ουσιώδη και τα τραγούδια της μπάντας να αναδειχτούν όπως τους αξίζει. (Σε αυτή την ερμηνεία, πάντως, θα μπορούσε εύκολα να αντιτάξει κάποιος το success story μιας συγκεκριμένης μπάντας από το Λίβερπουλ).

 Όποιο κι αν ήταν το σκεπτικό του Forster, η αφήγησή του στο Grant & I δείχνει ανίκανος να καταλάβει και την άλλη πλευρά και να δει για ποιο λόγο εξοργίστηκαν εναντίον τους η Lindy Morrison και η Amanda Brown – για ποιο λόγο εκλαμβάνουν την πρότασή του ως προδοσία. Ακόμα χειρότερα –και αυτό είναι από τα αρνητικά του βιβλίου- ο Forster περιγράφει –με κάπως αχρείαστα και υπέρμετρη πικρία- τον εαυτό του και τον McLennan ως τους προδομένους της υπόθεσης και τις Morrison και Brown ως τις «κακές».

The-Go-Betweens.jpg

 Σίγουρα πάντως πρόκειται για ένα κομβικό σημείο στην πορεία των Go-Betweens και του McLennan συγκεκριμένα – σύμφωνα με το Grant & I, ο χωρισμός από την Amanda Brown είναι κάτι από το οποίο δεν θα «αναρρώσει» ποτέ - ίσως μόνο όταν είναι ίσως πολύ αργά. Βέβαια, όλα αυτά είναι περισσότερο εικασίες του συγγραφέα και δεν βασίζονται σε μια ευθεία ομολογία του ίδιου του McLennan. Σε κάθε περίπτωση, ο McLennan συνεχίζει, έστω και με τρόπο ενίοτε χαοτικό, να γράφει, να ηχογραφεί, να κυκλοφορεί δίσκους, είτε μόνος του είτε με τον Forster – οι δυο τους επανενώνονται στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για να ηχογραφήσουν μαζί το Friends of Rachel Worth. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Forster, προς τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο McLennan δείχνει να έχει ξαναβρεί την ισορροπία του, τόσο σε δημιουργικό όσο και σε ψυχικό-συναισθηματικό επίπεδο. Γι’ αυτό είναι ακόμα πιο θλιβερό ότι, τον Μάιο του 2006, φεύγει ξαφνικά από τη ζωή.

 Αναλαμβάνοντας, όπως προειπώθηκε, τον ρόλο του αφηγητή-εξηγητή και για τον εαυτό του και για τον φίλο του, ο Forster συνοψίζει το «δράμα» της ζωής του McLennan στο ότι η ζωή του δεν είχε ισορροπία, δεν είχε κάποιο πυρήνα σταθερότητας, καμία πραγματική αίσθηση αυτοεκτίμησης ή αυτοσυντήρησης. Παράλληλα, όμως, χαρακτηρίζει τον McLennan ως τον πιο χαρισματικό άνθρωπο που θα γνωρίσει ποτέ.

 Από την άλλη, ο Forster δέχτηκε έντονη κριτική και για το ότι αποκρύπτει τεχνηέντως τον εθισμό του ίδιου και του McLennan στην ηρωίνη και το πώς αυτός μπορεί να οδήγησε στον προαναφερθέντα θάνατο. Ο Forster αντέκρουσε την κατηγορία ισχυριζόμενος πως το να συμπεριλάβει κάτι τέτοιο στην αφήγησή του θα αποτελούσε «αδιακρισία» - παρόλο που το βιβλίο διαθέτει μπόλικες λεπτομέρειες για άλλες πτυχές της ζωής και των δυο τους.    

            Και μ’ αυτό, ας πάμε στο ζουμί της υπόθεσης: αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο;

 Ναι, αν και έχει τα αρνητικά σημεία στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί και παρόλο που κάποια στιγμή κάνει την σχεδόν αναπόφευκτη, σε (αυτό)βιογραφίες «κοιλιά». Ωστόσο, ο Forster είναι γεννημένος αφηγητής, γεννημένος λογοτέχνης –αυτόν τον καιρό ετοιμάζει το πρώτο του μυθιστόρημα, ενώ εκτός από το Grant & I έχει κυκλοφορήσει και έναν τόμο στον οποίο συγκεντρώνονται διάφορα κείμενά του για το rock και όχι μόνο.

 Στο Grant & I, εκτός από το να αφηγηθεί την ιστορία της μπάντας του και της φιλίας του με τον McLennan, ο Forster δίνει μια πολύ ζωντανή εικόνα του τι σημαίνει να είσαι μουσικός του λεγόμενου «εναλλακτικού ήχου». Γράφοντας με πολύ μεγάλη ικανότητα και ενίοτε με χιούμορ, μεταλαμπαδεύει τη γνώση του για την τραγουδοποιία (η οποία έχει να κάνει περισσότερο με τις αναφορές σε ταινίες, ηθοποιούς, βιβλία, ανθρώπους και μέρη που γνώρισες στην ίδια σου τη ζωή και με το να συλλάβεις μια ατμόσφαιρα, παρά, με κανόνες, φόρμουλες και εργαλεία) και τη μουσική δισκογραφία – όχι το πώς να πετύχεις σε αυτή τη δεύτερη, αλλά όλες τις μικρές λεπτομέρειές της, τους μηχανισμούς της, τις παραξενιές της. Και, σαν «εξτραδάκι» μας παρουσιάζει βινιέτες από διάφορους μουσικούς που συνάντησε σε όλα αυτά τα 30 και χρόνια που διαρκεί το βιβλίο: τους Saints, τους Bad Seeds και άλλους σπουδαίους της Αυστραλιανής σκηνής, τους προαναφερθέντες R.E.M., τους Smiths, τον Guy Clark και τον Townes Van Zandt, διάφορους μεγαλοπαράγοντες της δισκογραφίας. Ξεχωριστή –και αναπάντεχη- σε όλη αυτή την καταγραφή είναι η αναφορά στον Edwyn Collins και τους υπόλοιπους Orange Juice – την «πρώτη σπουδαία μπάντα» που γνώρισε από κοντά.

Αλλά ο ίδιος ο Grant McLennan, πρωταγωνιστής κι όμως πάντα απών, δεν μας γίνεται πολύ περισσότερο οικείος, μέσα από το βιβλίο. Παραμένει εν πολλοίς ένα αίνιγμα. Αυτό δεν αποτελεί αποτυχία του συγγραφέα, όσο μάλλον μια μισο-συνειδητή, μισο-ακούσια επιθυμία του ίδιου του άμεσα ενδιαφερόμενου. Το να καταφέρουμε να γνωρίσουμε κάποιον πραγματικά καλά είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει πιο σπάνια απ’ όσο θα θέλαμε και θα μπορούσαμε. Ίσως, αν συνέχιζε να ζει και δεδομένης της έμφυτης κλίσης του στη λογοτεχνία, ο Grant McLennan να είχε θελήσει κάποτε να μας «εξηγηθεί». Τουλάχιστον, υπάρχουν οι δισκάρες που άφησε πίσω.

Γιώργος Δρόσος

Robert Forster, Grant & I: Inside and Ouside The Go-Betweens. Penguin Random House Australia, 2017.

Και για το τέλος ετοιμάσαμε μία Playlist αφιερωμένη εξολοκλήρου στους δύο κυρίους: 

 

 

Memoirs Are the New Rock ’N’ Roll

  • Δημιουργήθηκε στις