
memoirs are the new rock 'n' roll: Kim Gordon
Είναι αμφίβολο το κατά πόσον ο όρος rock star βρίσκει εφαρμογή στην Kim Gordon –ή στους υπόλοιπους Sonic Youth–, αλλά υπήρχε μια περίοδος που ειδικά εκείνη όριζε το cool...
(ένα συνδυασμό αλάθητου fashion sense, καλώς εννοούμενης ψαγμενιάς και καλλιτεχνικής ακεραιότητας) σε εξίσου μεγάλο βαθμό με άλλες περσόνες των εναλλακτικών 80s, 90s και 00s. Ως εκ τούτου, ένα βιβλίο γραμμένο από την ίδια για τη ζωή της δεν μπορεί παρά να έχει ενδιαφέρον, τουλάχιστον για τα indie kids που μεγάλωσαν σε εκείνες τις δεκαετίες και των οποίων η αισθητική διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από μπάντες όπως οι S.Y.
Στα χαρτιά, η ζωή της Gordon μοιάζει ειδυλλιακή: μέλος μιας «ιδανικής» οικογένειας Καλιφορνέζων της δεκαετίας του 1960, με σοφιστικέ γονείς και όμορφα, κομψά παιδιά (η Kim και ο αδερφός της, Keller), φοιτήτρια σε ελευθέριες καλλιτεχνικές σχολές, παρούσα στη Νέα Υόρκη την εποχή της άνθισης του No Wave, εικαστικός, δημοσιογράφος και ηγετικό στέλεχος μιας από τις πιο φημισμένες πειραματικές-εναλλακτικές μπάντες όλων των εποχών. Κι όμως, πίσω απ’ αυτό το προφίλ κρύβονται διάφορες δυσκολίες και πηγές θλίψης: η σχιζοφρένεια του αδερφού της (ο οποίος, συν τοις άλλοις, την παρενοχλεί και σεξουαλικά), οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης στη Νέα Υόρκη των τελών του 1970 και των αρχών του 1980, η προδοσία του συζύγου της μετά από πάνω από τριάντα χρόνια γάμου.
Η Gordon δεν τα περιγράφει όλα αυτά με μεμψιμοιρία ή μελοδραματισμό, αλλά με ειλικρίνεια και αμεσότητα. Όπως παρατηρεί και η ίδια, η παρουσία της επί της σκηνής είναι «μυστηριώδης ή αινιγματική ή ακόμη και ψυχρή» –κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που την κάνουν να ξεχωρίζει–, αλλά στο βιβλίο δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει με ευθύτητα και διαύγεια για τη ζωή της πριν και μετά τους Sonic Youth, πριν και μετά τον Thurston Moore.
Αν η μουσική και η στιχουργική των S.Y. διακρίνεται από ένα έντονο στοιχείο πειραματισμού και τραχύτητας («όταν οι άνθρωποι με ρωτούσαν γιατί η μουσική των Sonic Youth ήταν τόσο δυσαρμονική η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: η μουσική μας ήταν ρεαλιστική και δυναμική, επειδή η ίδια η ζωή είναι κι αυτή έτσι, γεμάτη ακραίες καταστάσεις»), η γραφή της Gordon είναι απλή (όχι απλοϊκή) και η αφήγησή της στρωτή και κάθε άλλο παρά χαοτική. Χωρίς να επιστρατεύσει ghost writer (σε αντίθεση με άλλους μουσικούς που θέλουν να γράψουν κείμενα για τη ζωή τους), οικοδομεί ένα βιβλίο άρτιο και ευκολοδιάβαστο – αν και όχι απαραίτητα ευρέος ενδιαφέροντος.
Η αφήγηση ξεκινά λίγο πριν το τέλος – στην αποχαιρετιστήρια συναυλία των Sonic Youth στη Βραζιλία. Σε αυτό το επεισόδιο βρίσκουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μας απασχολήσουν στο υπόλοιπο βιβλίο: την ενστικτώδη, βιωματική σχέση της με τη μουσική, την άδοξη ερωτική ιστορία με τον Moore, τη σπουδαία μπάντα της. Με το πρώην ζεύγος να μη μιλιέται καν, με την τελευταία περιοδεία να γίνεται μόνο και μόνο για να μπορέσουν να μαζέψουν χρήματα για τα δίδακτρα της κόρης τους στο κολέγιο, η Gordon τα βγάζει πέρα χάρη στη «σπλαχνική απελευθέρωση του να παίζεις ζωντανά». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «ο ακραίος θόρυβος και η δυσαρμονία μπορούν να γίνουν απίστευτα λυτρωτικά».
Η έντονη σχέση της με τη μουσική αποτελεί ένα από τα θέματα στα οποία η Gordon επανέρχεται συχνά καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Ως παιδί και έφηβη, ακόμα και πριν να οραματιστεί μια καριέρα σε αυτήν την τέχνη, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από τη συλλογή δίσκων τζαζ και κλασσικής μουσικής του πατέρα της, από το ροκ της δεκαετίας του ’60, από το coolness και το ταλέντο της Joni Mitchell και της Françoise Hardy. Οι πρώτες της απόπειρες να σχηματίσει μπάντες στο σχολείο και στο κολέγιο δεν οδηγούν πουθενά, αλλά, όταν πια έχει φτάσει στη Νέα Υόρκη, η συμμετοχή της στο έργο performance art “Introjection” (όπου έπρεπε στην ουσία να υποδυθεί τη μουσικό) την πείθει πως μπορεί και θέλει να ασχοληθεί σοβαρά με τη μουσική. Όπως αναφέρει και στο βιβλίο, χωρίς αυτήν τη δημιουργική διέξοδο, θα είχε καταλήξει κοινωνιοπαθής.
Φυσικά, είναι με τους Sonic Youth που κάνει το μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και το βιβλίο ασχολείται όχι τόσο με «κουτσομπολιά», όσο με την προσωπική δημιουργική διαδικασία της Gordon, τις πηγές έμπνευσης για τα κομμάτια τα οποία συνεισέφερε στη δισκογραφία τους, τα μουσικά βίντεο, τα εξώφυλλα και ούτω καθεξής. Βέβαια, η διαδικασία αυτή αποτελεί και μια πτυχή της σχέσης της με τον Moore, πτυχή η οποία δεν είναι πάντα ρόδινη (ο κιθαρίστας αποδεικνύεται συχνά οξύθυμος και μη διαλλακτικός, ακόμη κι όταν συνεργάζεται με την ίδια του τη σύζυγο). Όπως σημειώνει σε διάφορα σημεία του βιβλίου, το να παίζει σε μια πειραματική μπάντα όπου όλα τα άλλα μέλη είναι άντρες αποτελεί έναν πόλο έλξης για το κοινό («Κοιτάξτε, υπάρχει και μια κοπέλα, φοράει φόρεμα, και είναι με αυτούς τους άντρες, οπότε όλα εντάξει», αναφέρει η ίδια στο εισαγωγικό εκείνο κεφάλαιο για την αποχαιρετιστήρια συναυλία) αλλά και ανώφελων, σεξιστικών συζητήσεων από διάφορα τζιμάνια δημοσιογράφους.
Μαζί με τους S.Y., από το βιβλίο παρελαύνουν διάφορες περσόνες της τέχνης και της μουσικής: ο γκαλερίστας Larry Gagosian, τον οποίο η Gordon γνωρίζει όταν και οι δύο είναι άσημοι, και με τον οποίο έχει ακόμη και σήμερα μια τεταμένη σχέση, ο William Burroughs, ο Kurt Cobain (για τον οποίο η Gordon γράφει με ένα συνδυασμό δέους και τρυφερότητας) και η Courtney Love (για την οποία εκφράζει σχεδόν αποκλειστικά με απαξίωση και δυσπιστία – οι δυο τους συνεργάστηκαν στο πρώτο άλμπουμ των Hole, στο οποίο η Gordon είχε το ρόλο της παραγωγού).
Η Gordon εστιάζει αρκετά στην αυτοκαταστροφικότητα που επεδείκνυε ο Cobain επί σκηνής
Και βέβαια, ο Thurston Moore. Χαρισματικός, υπερ-κοινωνικός ακόμη και ως παιδί, εμφανίσιμος αλλά και αδέξιος, ο Moore διαλύει έναν γάμο τριάντα χρόνων για χάρη μιας γυναίκας η οποία έχει προσπαθήσει να αποπλανήσει και την ίδια την Gordon. Η πρώην σύζυγός του δεν τον παρουσιάζει ακριβώς ως τον κακό της υπόθεσης, αλλά σίγουρα δεν του χαρίζεται γι’ αυτήν του την προδοσία. Η κόρη των δυο τους, η Coco, μουσικός και η ίδια, καταλαμβάνει φυσικά και αυτή μια σημαντική θέση στην αφήγηση – μάλιστα, η Gordon της αφιερώνει το βιβλίο.
Το Girl in a Band δεν είναι μόνο η αυτοπροσωπογραφία μιας σημαντικής μουσικού, αλλά και το πορτρέτο μιας εποχής και μιας σκηνής. Η πρόζα της Gordon (σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις μουσικών που θέλουν να κυκλοφορήσουν κείμενα για τη ζωή τους, το βιβλίο δεν είναι γραμμένο με τη βοήθεια κάποιου ghost writer) δεν είναι αριστουργηματική, αλλά είναι στιβαρή, απλή και άμεση χωρίς να γίνεται βαρετή ή υπερφίαλη. Ίσως το βιβλίο να απευθύνεται σε ένα σχετικά περιορισμένο κοινό, αλλά αυτό το κοινό θα βρει στις σελίδες του πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.
- Δημιουργήθηκε στις