«ΡΑΣΤΩΝΗ ΣΤΗ ΒΟΣΤΩΝΗ»
Ένα καλοκαιρινό διήγημα του Γιώργου Δρόσου
Σκίτσο: Γιώργος Δρόσος
ΡΑΣΤΩΝΗ ΣΤΗ ΒΟΣΤΩΝΗ
Από την άλλη μεριά τού χωριού, από τους πρόποδες ενός κατάφυτου λόφου, ηχούσε η μεγάλη καμπάνα τής εκκλησίας. Χωρίς να έχουν ανάγκη αυτήν την υπενθύμιση, οι γυναίκες και τα παιδιά τού ποιμνίου, καθώς και μερικοί από τους άντρες, είχαν ήδη βγει από τα σπίτια τους, ντυμένοι όλοι με τα κυριακάτικα καλά τους, και κατευθύνονταν προς το ναό, για να παρακολουθήσουν τον όρθρο.
Η καμπάνα χτυπούσε δυνατά, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο είχε ξυπνήσει η Αμαλία. Αν βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μάτια ανοικτά, με τα πόδια της να σπρώχνουν κάθε τόσο το λευκό σεντόνι προς τα κάτω, εκείνο το κατά τ’ άλλα γαλήνιο πρωινό, που ’χε διαδεχτεί μιαν επεισοδιακή νύχτα, ήταν επειδή, στον κάτω όροφο τού σπιτιού όπου τους φιλοξενούσε, ο Γιάννης γελούσε συνέχεια, και το γέλιο του αυτό ήταν διαρκώς τρανταχτό – χωρίς ποτέ να δείχνει προσποιητό ή ψεύτικο. Το ακομπανιαμέντο σ’ αυτούς τους βρυχηθμούς ευχαρίστησης παρείχε η Λένη, ένα χαχάνισμα ελαφρύ, το οποίο, ωστόσο, η καλύτερή της φίλη διέκρινε χωρίς κόπο, καθώς ήταν απόλυτα εξοικειωμένη μαζί του.
Αργότερα, αντιλήφθηκε τον Αναστάση να ξυπνάει δίπλα της –ενώ γυρνούσε πλευρό, μουρμούρισε κάποια βρισιά εναντίον τού Γιάννη–, κι αποφάσισε να πάει κάτω, για να βρει τους άλλους δύο.
*
Κατέβηκε με προσοχή τη σκοτεινή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο. Κατάλαβε πως οι φωνές τους έρχονταν από κάπου στα αριστερά, κι έτσι, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
Το σπίτι ήταν προπολεμικό και η κουζίνα ήταν ένας από τους χώρους που είχαν διατηρηθεί ανέπαφοι όλα αυτά τα χρόνια˙ ήταν ακριβώς τόσο παραδοσιακή όσο έδειχνε, με έναν κλασικό φούρνο με ξύλα, και παλιά, μπρούτζινα σκεύη κρεμασμένα παντού στους πέτρινους τοίχους. Το πιο καινούριο πράγμα εκεί μέσα, πέρα από το ψυγείο, ήταν η καφετιέρα. Στο κέντρο δέσποζε ένας παλιός, ταλαιπωρημένος πάγκος από ξύλο, όπου, εκείνη τη στιγμή, έπαιρναν το πρωινό τους ο Γιάννης και η Λένη.
Ο άντρας καλημέρισε τη Σοφία, η άλλη τής έκλεισε απλώς το μάτι, περνώντας από δίπλα της για να βγει έξω. Ήταν με το Γιάννη πέντε χρόνια, η Λένη, όμως, εξακολουθούσε να στέλνει τέτοια συνθηματικά μηνυματάκια στη φίλη της, σαν να είχε μόλις γνωριστεί μαζί του και να ’θελε να πει στη Σοφία πως όλα έδειχναν ότι το φλερτ θα είχε ευτυχή κατάληξη.
Η νεοφερμένη κοντοστάθηκε στη μιαν άκρη τού πάγκου, κι έπειτα πήγε κοντά στο Γιάννη. Τής σέρβιρε καφέ και τής χαμογέλασε τυπικά – ή πατρικά, η Αμαλία δεν μπορούσε να καταλάβει. Οι κύκλοι κάτω από τα μάτια του προέδιδαν πως είχε κοιμηθεί πολύ λίγο –και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, είχαν γυρίσει σπίτι στις τέσσερις το προηγούμενο βράδυ–, μια στέρηση, πάντως, που δεν φαινόταν να επηρεάζει στο ελάχιστο την, όπως έλεγε και ο ίδιος, «χρόνια ευδιαθεσία» του.
- Σε ξυπνήσαμε, ε;
Προσπάθησε από ευγένεια να τον διαψεύσει, χωρίς, ωστόσο να φανεί πειστική.
Το αιώνιο ερώτημα:
- Τι θα κάνουμε σήμερα;
Της απάντησε χωρίς να την κοιτάει –παρά τα όσα έλεγε για τον εαυτό του, ώρες-ώρες το βλέμμα του σκοτείνιαζε παράλογα– πως σκεφτόταν να τους πάει στην Ανάποδη, μια παραλία μερικά χιλιόμετρα μακριά.
- Είναι το πιο ωραίο μέρος σ’ ολόκληρη την περιοχή. Θα δείτε.
Την κοίταξε και πάλι στα μάτια και το βλέμμα του είχε ανακτήσει τη γνωστή του λάμψη.
Μια φράση έμεινε μετέωρη, κάπου ανάμεσα στο μυαλό και τη γλώσσα της Αμαλίας, γιατί, ακριβώς τότε, μπήκε στην κουζίνα ο Αναστάσης, εξαπολύοντας μια κοφτή, απότομη καλημέρα.
Αν ο Γιάννης διακρινόταν από χρόνια ευδιαθεσία, ο Αναστάσης ήταν ένας άνθρωπος καταδικασμένος σε αέναη σοβαρότητα. Όταν ήταν κλειστά, τα χείλη του έπρεπε να σχηματίζουν πάντοτε μια ευθεία γραμμή – κι όταν ήταν ανοικτά, σπάνια αντηχούσαν γέλιο. Δεν συνήθιζε να αστειεύεται, ούτε ήταν πάντα σε θέση να εκτιμήσει τούς αστεϊσμούς των άλλων. Την ακαμψία του την αντιλαμβανόταν και την προέβαλλε ως απόδειξη εντιμότητας – και, βέβαια, ωριμότητας. Ένας αντίθετος τύπος συμπεριφοράς, απεκάλυπτε, ουσιαστικά, μια ροπή προς την απατεωνιά. Το στοιχείο που, εν τέλει, αποκόμιζαν οι γυναίκες από μια σχέση μαζί του, αυτό που τις είλκυε σ’ εκείνον, ήταν αυτή ακριβώς η συγκρότησή του, που, βέβαια, συνδεόταν με την μεγάλη του φιλοδοξία, την ακλόνητη κι αδιαπραγμάτευτή του βούληση να γίνει κάποιος.
Η πρώτη του σκέψη, όπως και όλων των υπολοίπων, μόλις μπήκε στην κουζίνα, ήταν ν’ απλώσει το χέρι του και να πιάσει την καφετιέρα. Έβαλε σε μια κούπα κι άρχισε να πίνει αμίλητος, ξεφυλλίζοντας αδιάφορα ένα βιβλίο που είχε αφήσει στον πάγκο ο Γιάννης, ενώ η Αμαλία τού μιλούσε για την περιβόητη παραλία τής Ανάποδης.
Η Λένη ξαναγύρισε μέσα:
- Γιατί δεν έρχεστε να κάτσουμε στην αυλή;
Ο Γιάννης έξυσε το κεφάλι του, ενώ πάλευε να συγκρατήσει ένα ρέψιμο.
- Όντως...
*
Το πίσω μέρος τού σπιτιού έβλεπε σ’ ένα μεγάλο, θαυμάσιο περιβόλι. Ήταν οι τελευταίες μέρες του Ιούνη. Το πρωινό ήταν κάπως ψυχρό αλλά οπωσδήποτε όμορφο, και χαιρόσουν να βρίσκεσαι εκεί, και όχι στη χυδαία αττική μητρόπολη. Το τέλειο πράσινο τής άνοιξης άφηνε σιγά-σιγά τη θέση του στο πυρετώδες κίτρινο τού καλοκαιριού, αλλά όχι πριν από μια τελευταία, μεγαλειώδη παράσταση. Τα πάντα, από το υποτυπώδες αμπέλι σε μια γωνιά τής αυλής, έως τον ελαιώνα στην άκρη τής έκτασης, έδειχναν να βρίσκονται σε συνεχή, απόλυτη εγρήγορση, σαν να βίωναν το αποκορύφωμα μιας νιότης που γνώριζαν πως σύντομα θα χάσουν.
Οι τέσσερίς τους έκατσαν εκεί για δύο ώρες περίπου, και σ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Γιάννη, μονοπώλησε –όπως συνέβαινε, όχι πάντα, αλλά αρκετά συχνά– τη συζήτηση, περιγράφοντας για χάρη ενός κοινού που, ακόμα κι αν στιγμιαία ήθελε να δειχτεί απρόθυμο και ψυχρό, είχε εν τέλει ενδώσει στη γοητεία τής αφήγησης του οικοδεσπότη, ιστορίες από τις διακοπές του σ’ αυτό, το χωριό τής μητέρας του.
Κάποια στιγμή, η Αμαλία σηκώθηκε ξαφνικά, και απαίτησε από τους υπόλοιπους να ετοιμαστούν για το τελευταίο μπάνιο τού Σαββατοκύριακου.
Εκείνοι υπάκουσαν.
*
Έξω, στον δρόμο, έχοντας επιστρέψει από την επίσκεψή τους στην εκκλησία, τα πιο μικρά από τα παιδιά τής γειτονιάς έπαιζαν ποδόσφαιρο. Τα λίγο μεγαλύτερα είχαν μαζευτεί δίπλα από την καγκελόπορτα του Γιάννη και κουτσομπόλευαν τους μπαλαδόρους και τις μπαλαδόρισσες.
-Γιάννη μου;
Κατηφορίζοντας κι αυτή από την εκκλησία, η κυρία με το λευκό, ψάθινο καπέλο και τα υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου είχε σταματήσει λίγα μέτρα απ’ το υποτυπώδες τέρμα, προσπαθώντας να καταλάβει αν έβλεπε καλά.
Ενώ η Λένη προχώρησε προς το αυτοκίνητο, ο Γιάννης κοντοστάθηκε. Αγκάλιασε τη γειτόνισσα, η οποία βάλθηκε να του μιλά με έναν τόνο σχεδόν παρεξηγήσιμο. Η Λένη δεν μπορούσε να ακούσει όλη τη συνομιλία τους, αλλά διέκρινε λέξεις όπως «κούκλος» και «μας έλειψες».
Τελικά, τον φώναξε να έρθει κοντά της. Οι άλλοι δύο είχαν προχωρήσει και τους περίμεναν στο τέλος τού δρόμου. Ο άντρας αποχαιρέτησε τη γνωστή του με έναν τρόπο κάπως θεατρινίστικο κι έτρεξε να βρει την παρέα του.
Όταν έφτασε κοντά τους, η Λένη έβγαλε τα γυαλιά ηλίου απ’ τα μάτια της και τον ρώτησε:
- Μήπως θα ’πρεπε να ζηλεύω;
Ενώ άνοιγε την πόρτα τού οδηγού, ο Γιάννης τής είπε:
- Για τη συγκεκριμένη, όχι.
Κορνάρισε στα παιδιά, για να φύγουν από την μέση.
*
Σε όλη τη διαδρομή, η Αμαλία δεν έλεγε τίποτα˙ κοίταζε συνεχώς τη θάλασσα, νιώθοντας ζήλεια για τον Γιάννη που μπορούσε να ’ρχεται κάθε χρόνο και ν’ απολαμβάνει ένα τέτοιο μέρος. Οι γονείς της δεν ήταν ούτε κατά διάνοια ευκατάστατοι και όσο η Σοφία ήταν ακόμα παιδί, η οικογένειά της πήγαινε σπάνια διακοπές, και ποτέ σ’ έναν σταθερό προορισμό. Σε νησί τού Αιγαίου είχε πάει για πρώτη φορά πριν δέκα χρόνια, στην Πάρο, για την πενταήμερη τού Λυκείου, κι αν δεν είχε προκύψει αυτή η περίσταση, θ’ αργούσε αρκετά ακόμα να πάει.
Κατέβηκαν αργά και προσεκτικά τον απότομο δρόμο που έβγαζε στην Ανάποδη. Η παραλία άξιζε τις περιγραφές που είχε κάνει ο Στέφανος, και με το παραπάνω. Εκτεινόταν σε μεγάλο μήκος, και ήταν ολόκληρη καλυμμένη από την πιο ξανθιά άμμο που είχαν δει ποτέ τους – επιτέλους, άμμος που ν’ αξίζει πραγματικά αυτόν τον επιθετικό προσδιορισμό! Η γκριζοπράσινη θάλασσα ήταν πεντακάθαρη, διαυγής, σαν να μην είχε κολυμπήσει ποτέ μέσα της άνθρωπος. Επιπλέον, το όλο μέρος φάνταζε αρκετά ειρηνικό, μόνο δυο-τρεις παρέες ανθρώπων ήταν διάσπαρτες εδώ κι εκεί, προφανώς αποφασισμένες να μην ενοχλήσουν και να μην ενοχληθούν.
Ο Γιάννης, η Λένη και οι άλλοι δύο προχώρησαν για καμιά πενηνταριά μέτρα στην απαλή άμμο και έστρωσαν τις ψάθες τους στη σκιά μιας συστάδας από κυπαρίσσια. Ο Αναστάσης έβγαλε την μπλούζα του κι έτρεξε στο νερό, όχι με τον ενθουσιασμό ενός εραστή τής θάλασσας, αλλά με την αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου που το θεωρούσε χάσιμο χρόνου να μένει ξαπλωμένος στην αμμουδιά. Έπεσε στο νερό, με έναν δυνατό γδούπο, κι άρχισε να κολυμπάει προς τα βαθιά.
Στην ξηρά, ο Γιάννης τον παρακολούθησε για λίγο, κι έπειτα αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Ο ίδιος γδούπος και η ίδια πορεία προς τα μέσα.
Οι γυναίκες έμειναν καθισμένες στις ψάθες. Άπλωσαν νωχελικά το αντιηλιακό στα σώματά τους, και το ίδιο ράθυμα έγειραν προς τα πίσω.
Μέσα στο νερό, ένας ακήρυχτος, άτυπος αγώνας βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο Αναστάσης, που είχε βουτήξει πρώτος, είχε προχωρήσει αρκετά, αλλά μετά από λιγοστά δευτερόλεπτα, ο Γιάννης κόντευε ήδη να τον προφτάσει. Ο Αναστάσης επιτάχυνε. Δεν τού άρεσε ιδιαίτερα το κολύμπι, αλλά είχε αρκετή δύναμη. Τον άφησε πίσω του.
Βλέποντας πως έχανε, ο Γιάννης επιτάχυνε κι αυτός. Κάποια στιγμή, νόμιζε πως τον πρόφτασε, αλλά όχι. Ο άλλος ξεμάκρυνε και πάλι.
Χωρίς να ’χει καλά-καλά ξαπλώσει, η Αμαλία σήκωσε το κεφάλι της, έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και κοίταξε προς τη θάλασσα.
- Τί κάνουν; Παραβγαίνουν;
Η Λένη σηκώθηκε κι αυτή. Όντως φαίνονταν να παραβγαίνουν οι δύο άντρες.
- Εγώ λέω θα νικήσει ο δικός μου, είπε ειρωνικά η κοπέλα τού Γιάννης.
- Κι εγώ, ο δικός σου λέω πως θα νικήσει, απάντησε η άλλη.
Πράγματι, ο Γιάννης έκανε τώρα την τελική του επίθεση. Νομίζοντας πως ο υποτιθέμενος του αντίπαλος τα ’χε παρατήσει, ο Αναστάσης είχε χαλαρώσει. Ξαφνικά, όμως, ένιωσε τον Γιάννη να πλησιάζει κι έπειτα από λίγο να τον φτάνει. Για κάνα δυο απλωτές πήγαιναν μαζί, αλλά έπειτα ο Αναστάσης προχώρησε μπροστά. Δύο-τρία δευτερόλεπτα ακόμα, κι ο Γιάννης κατάλαβε πως ήταν ανώφελο να συνεχίσει.
Ο Αναστάσης αντιλήφθηκε πως ο άλλος είχε εγκαταλείψει και σταμάτησε κι αυτός. Γύρισε προς τα πίσω. Κοιτάχτηκαν με μισόκλειστα μάτια, λαχανιασμένοι αλλά ανέκφραστοι. Αυτή η μάχη είχε τελειώσει – αλλά δεν ήταν η μόνη.
Η Αμαλία έκανε ότι πανηγύριζε. Η Λένη δεν σχολίασε περαιτέρω την έκβαση. Έβγαλε ένα βιβλίο από την τσάντα της. Ήταν το είδος τού μυθιστορήματος που η Αμαλία απεχθανόταν, ο Αναστάσης αγνοούσε πλήρως και ο Γιάννης πάντα κορόιδευε. Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να αντισταθεί˙ κατανάλωνε συνεχώς, το ένα μετά το άλλο, χρονικά συγκλονιστικών, υπεράνθρωπων ειδυλλίων που εκτυλίσσονται σε δύο ηπείρους τουλάχιστον και των οποίων οι ήρωες, όπως έλεγε ο Γιάννης, είναι πάντοτε ή χρηματιστές ή ζωγράφοι. Ένιωθε υποχρέωση να τελειώσει τουλάχιστον ένα κεφάλαιο, προτού πέσει για μπάνιο.
Είχε απορροφηθεί εντελώς από την ανάγνωση, όταν ξαφνικά ένιωσε σταγόνες νερού να πέφτουν πάνω στο εξώφυλλο. Κοίταξε προς τα δεξιά, κι είδε το Γιάννη να στέκεται δίπλα της και να σκουπίζει με μια πετσέτα τα μαλλιά του. Οι σταγόνες συνέχισαν να πέφτουν πάνω της και πάνω στο βιβλίο.
Κάθισε κοντά της, στην ψάθα που είχε προηγουμένως απλώσει για τον εαυτό του. Έριξε το βλέμμα του δεξιά, έπειτα αριστερά, στην αγαπημένη του παραλία στην Ελλάδα, τεντώθηκε σαν να είχε μόλις ξυπνήσει και, τελικά με μια φωνή ανατολίτη τεμπέλη, είπε:
- Αυτά είναι. Ραστώνη στη Βοστώνη.
Την τελευταία φράση, μάλιστα, την εκστόμισε με μια επιτηδευμένη επαρχιώτικη προφορά, ώστε τα ν να ακουστούν σαν ισπανικά ñ.
- Καιρό είχαμε να τ’ακούσουμε αυτό, πετάχτηκε η Αμαλία.
Τον παρατηρούσε όλη αυτήν την ώρα, από τότε που είχε βγει από τη θάλασσα, ίσως περιμένοντας ένα τέτοιο κρούσμα τού αμφίβολου χιούμορ του.
Η φράση είχε, πάντως, σημαδέψει την πρώτη τους συνάντηση, την πρώτη συνάντηση και των τριών, πριν από πέντε χρόνια. Η Αμαλία και η Λένη είχαν βγει με μια φίλη τους. Κάποια στιγμή πλησίασε το τραπέζι τους ένας ψηλός, μισομεθυσμένος άντρας. Η τρίτη κοπέλα ήταν ξαδέρφη του. Η Αμαλία τον είχε προσέξει να έρχεται προς το μέρος τους, χάρη στο εξαιρετικό του ύψος και το χαρακτηριστικό του βάδισμα, τα πόδια να πατούν στις μύτες και τα πέλματα να σχηματίζουν μεταξύ τους μια μεγάλη αμβλεία γωνία. Είχε έρθει να μιλήσει στη φίλη τους, η οποία τον γνώριζε λίγο τους και τελικά έπιασε κουβέντα με τις άλλες δύο. Η Ελένη τον ρώτησε με τί ασχολούνταν κι αυτός τής είπε για το διδακτορικό του στο Πολυτεχνείο. Κατά τ’ άλλα, η ζωή του κυλούσε πολύ ήρεμα, ισχυριζόταν. Τελείωσε το λογύδριό του με χαρακτηριστικό τρόπο:
- Και, γενικά, χαλαρά, ξέρεις, ραστώνη στη Βοστώνη κι έτσι.
Η Λένη δεν το ’πιασε. Η Αμαλία γέλασε δυνατά.
Jonathan Richman - That Summer Feeling
*
- Τί έχουμε εδώ;
Η Λένη στεκόταν στα ρηχά, προσπαθώντας να βρει το θάρρος να βουτήξει. Πίσω στην ξηρά, ο Γιάννης είχε προσέξει το βιβλίο της.
Ο τίτλος αρκούσε για να σχηματίσει γνώμη:
- «Η Αγάπη Σου Μόνο». Μάααλιστα.
- Ε, άσ’ το βιβλίο μου! τού φώναξε από τη θάλασσα.
Εκείνος σηκώθηκε όρθιος, άνοιξε το μυθιστόρημα σε μια τυχαία σελίδα κι άρχισε να διαβάζει με στεντόρεια φωνή, προχωρώντας, παράλληλα, προς τη θάλασσα.
- «Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβε πως η ανθρώπινη καρδιά είναι ένα απέραντο λειβάδι...»
Τα πόδια του άγγιξαν το νερό.
- «... και το μόνο που χρειάζεται για να καρποφορήσει...»
Μπήκε στη θάλασσα ως τα γόνατα. Προχωρούσε κατευθείαν πάνω στην Ελένη, που κι αυτή τον πλησίαζε, για να τού πάρει το βιβλίο.
- «... είναι η αγάπη. Ναι, η αγάπη είναι η άνοιξη τής καρδιάς». Υπογραμμισμένο αυτό. Να υποθέσω πως ο χωρισμός είναι ο χειμώνας;
Ξανάνοιξε το βιβλίο και συνέχισε να διαβάσει. Η κοπέλα πάσχιζε μάταια να τού το αποσπάσει.
- «... Η αγάπη, αυτό είναι όλο. Κι όταν πάψει αυτή η αγάπη, έρχεται ο χειμώνας. Ο χειμώνας τής μοναξιάς». Καλά, ε, ακριβώς το πέτυχα. Δεν αφήνω τα πολυτεχνεία να γράψω κάνα μυθιστόρημα;
Η Λένη συνέχιζε να προσπαθεί.
- «... Μαζί θα τα καταφέρουμε, τής είπε. Τής έπιασε το χέρι κι αμέσως χιλιάδες λουλούδια άνθισαν μέσα της». Καρπερός ο τύπος.
Πέταξε, χωρίς να βλέπει, το βιβλίο προς τα πίσω κι αυτό προσγειώθηκε τυχαία στην άκρη τής αμμουδιάς. Άρπαξε την Λένη από την μέση και την έριξε μέσα στο νερό.
Η Αμαλία ακόμα τους παρακολουθούσε. Γύρισε προς τον Αναστάση και τον είδε να κουνάει το κεφάλι του υποτιμητικά. Η κοπέλα σηκώθηκε κι έτρεξε προς τους άλλους δύο. Ο φίλος της σκέφτηκε, προς στιγμή, πως η Αμαλία είχε επίτηδες σηκώσει αυτό το σύννεφο σκόνης.
Οι δύο γυναίκες προσπαθούσαν να βρέξουν τον Στέφανο, κι αυτός στεκόταν ευθυτενής σαν ήρωας, άτρωτος, υποτίθεται, από τα χτυπήματά τους. Ο Αναστάσης άναψε ένα ακόμα τσιγάρο και κοίταξε προς τον ουρανό.
*
Μετά το μπάνιο, θα πήγαιναν για φαγητό στον M—, ένα άλλο χωριό τής περιοχής. Ο Γιάννης και η Λένη θα προχωρούσαν μπροστά, για να δείξουν στους άλλους δύο τον δρόμο.
Πέντε λεπτά αφότου είχαν ξεκινήσει, ο Αναστάσης προσπέρασε κι επιτάχυνε. Φτάνοντας στον Μ—, ο Γιάννης και η Λένη τον ανακάλυψαν μαζί με τη Αμαλία σε μια από τις ψαροταβέρνες στην παραλία. Ο Αναστάσης τούς έκανε νόημα, σαν να τους υποδεχόταν στο στέκι του.
Ο άλλος τράβηξε δυνατά μια καρέκλα, κάθισε κάτω και πέταξε τα κλειδιά του στο τραπέζι.
- Ωραίο μαγαζί διάλεξες, τού είπε. Το χειρότερο φαγητό σ’όλη την Κ—.
- Εμένα μια χαρά μού φαίνεται, απάντησε ο Αναστάσης. Για πρώτη φορά σε ολόκληρο το ταξίδι έδειχνε πραγματικά ζωντανός.
- Και, τέλος πάντων, εσύ ποιός είσαι; Το Αθηνόραμα;
- Ώπα, ρε Τασούλη! Έκανες αστειάκι; Πρόσεχε, μπορεί να σε βγάλει από το δρόμο τού Θεού.
- Ναι, τα είδαμε και τα δικά σου τ’ αστεία τού είπε ο άλλος, έτοιμος να σηκωθεί από την καρέκλα του. Όλο ραστώνη στη Βοστώνη και ραστώνη στην... Ανάποδη...
Εντελώς ξαφνικά, σαν να είχε γυρίσει κάποιον μαγικό διακόπτη μέσα στο κεφάλι του, ο Γιάννης στράφηκε στις δύο γυναίκες, απόλυτα ήρεμος και μ’ ένα ενθουσιώδες, παιδικό χαμόγελο στα χείλη, κι άρχισε να τους εξιστορεί πώς κάποτε, παρακινημένος από την αγαπημένη του φράση, είχε βαλθεί να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για την πρωτεύουσσα τής Μασσαχουσέτης. Τούς μίλησε για τη σφαγή τής Βοστώνης, για το περιβόητο Tea Party, για την περιοχή τού Μπακ Μπέι, για το Χάρβαρντ και το ΜΙΤ, για τα έργα ανάπλασης, για την παλιά εκκλησία τής Αγίας Τριάδας. Πάλι ζωγράφιζε μια ζωντανή εικόνα, η Αμαλία και η Λένη ένιωσαν, για μια στιγμή, να αιωρούνται πάνω από την Commonwealth Avenue, την λεωφόρο τής Κοινοπολιτείας. Τούς είπε για κάποιον Χάρι Αγκάνις, παίκτη αυτού που οι αμερικάνοι αψυχολόγητα αποκαλούν φούτμπωλ, ο οποίος είχε μείνει στην ιστορία τού αθλήματος ως «ο Χρυσός Έλληνας». Ο Τσέβι Τσέις, ο παλιός ηθοποιός, είχε παίξει, στα νιάτα του, σε μια μπάντα τού επονομαζόμενου «ήχου τής Βοστώνης» – ο νοερός ξεναγός έριξε μια κλεφτή ματιά στον Αναστάση, γιατί γνώριζε πως εκείνος άκουγε αποκλειστικά Πασχάλη Τερζή και Paul Oakenfold. Θυμήθηκε το βίντεο τού “You Can Call Me Al” τού Πωλ Σάιμον, όπου πρωταγωνιστούσε ο Τσέις, και μουρμούρισε για λίγο την μελωδία.
Έφυγαν κατευθείαν για την Αθήνα, μετά το φαγητό. Αποχαιρετίστηκαν με βιαστικά νεύματα.
Chamaeleon Church - Here's A Song
*
- Τί μαλάκας!
Αυτή ήταν η πρώτη κουβέντα που είπε ο Αναστάσης αφότου είχαν φύγει από την ταβέρνα. Αυτός κι η Αμαλία είχαν πια γυρίσει στο διαμέρισμά τους. Η κοπέλα προσπάθησε να τού επισημάνει πως ούτε η δική του συμπεριφορά είχε υπάρξει ακριβώς υποδειγματική, κι εκείνος αντέδρασε όπως αντιδρούσε πάντα, όταν κάποιος γύρευε να τού εξηγήσει πως είχε κάνει λάθος˙ ήταν λες και το φέρσιμό του υπάκουε σε κάποια ανώτερη, ακατανόητη για τους υπόλοιπους, μεταφυσική δύναμη, δύναμη η οποία, προφανώς, είχε πάντα δίκιο.
Η Αμαλία έκανε μπάνιο πρώτη και τον περίμενε στο κρεβάτι. Μετάνιωνε ήδη για τον τρόπο που είχαν χωριστεί με τους άλλους. Θα έκανε κάποιον καιρό να ξαναδεί τον Στέφανο.
- Ραστώνη στη Βοστώνη, ψιθύρισε στον εαυτό της και χαμογέλασε με νοσταλγία. Τί σήμαινε καν αυτό το πράγμα; Πώς είχε προκύψει; Τί είδους άνθρωπος θα μπορούσε να το έχει συλλάβει;
Ο Αναστάσης βγήκε από το μπάνιο κι ήρθε να καθίσει δίπλα της.
- Πραγματικά ενοχλητικός, είπε.
- Ωραία, ξέχασέ το! τού φώναξε, σχεδόν.
Κάθισαν για λίγο χωρίς να μιλάνε. Τίποτα το ασυνήθιστο, τους τελευταίους μήνες.
Γύρισε και την κοίταξε. Έδειχνε μελαγχολική. Τη σκούντηξε απαλά, έσκυψε και την ψευτοδάγκωσε στον ώμο.
- Τί έχεις εσύ; ρώτησε.
- Τίποτα, καλά είμαι.
Ο άλλος χαμογέλασε.
- Καλά-καλά;
Του χαμογέλασε κι εκείνη. Φιλήθηκαν – στην αρχή κάπως άτσαλα και ψυχρά, μετά πιο παθιασμένα.
Καθώς έγερναν πίσω στο κρεβάτι, με τα χείλια και τα σώματά τους ενωμένα, η Λένη προσπάθησε να φανταστεί τη Βοστώνη, τα αγγλικά σπίτια της και τα πανύψηλα δέντρα της, λευκούς μεταμφιεσμένους σε ινδιάνους, να πετάνε κιβώτια με τσάι στον ωκεανό.
Paul Simon - You Can Call Me Al
- Δημιουργήθηκε στις