«ΤΟ ΣΚΑΡΤΟ ΑΥΤΙ»
Με αφορμή τα 170 χρόνια από τη γέννηση του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ένα διήγημα του Γιώργου Δρόσου με θέμα τον διάσημο Ολλανδό ζωγράφο - ή και όχι...
Σκίτσο: Γιώργος Δρόσος
ΤΟ ΣΚΑΡΤΟ ΑΥΤΙ
Το αριστερό του αυτί –το αριστερό του αυτί συγκεκριμένα– είχε αρχίσει να γίνεται πηγή πικρής ανησυχίας. Από τότε που του είχε ξεφύγει εκείνος ο μικροφωνισμός, την ώρα ακριβώς που οι The Unreal Deal ηχογραφούσαν το τελευταίο κομμάτι του δεύτερου δίσκου τους, ο Ευγένιος είχε αρχίσει να πιστεύει πως δεν ήταν όλα τέλεια στο – όπως το αποκαλούσε – «ηχοσύστημα εν κρανίω» του.
Όχι πως είχε γίνει τίποτα, δηλαδή: την ίδια την μπάντα και τον παραγωγό τους δεν τους είχε απασχολήσει ιδιαίτερα. Είχαν κρατήσει την ηχογράφηση ως είχε, με αυτό το αμελητέο ψεγάδι, λέγοντας πως έτσι ήταν πιο «αυθεντική». Αλλά απασχολούσε εκείνον. Και τον απασχολούσε ακόμα παραπάνω από τη στιγμή που αυτή τη μικρή, την ελάχιστη παράλειψη ακολούθησαν άλλες, παρόμοιες – καναδυό φαλτσάκια ενός τραγουδιστή, ένα μπάσο που δεν είχε μιξαριστεί τόσο ψηλά όσο το ήθελε ο παραγωγός, το μικρόφωνο που είχε σταματήσει να γράφει εν μέσω μιας λήψης.
Ο ΩΡΛ του έκανε όλα τα προβλεπόμενα τεστ και δεν βρήκε τίποτα το ανησυχητικό· για την ακρίβεια, δεν βρήκε απολύτως τίποτα, ούτε ελάχιστο ίχνος δυσλειτουργίας ή ασθένειας – το αριστερό αυτί του Ευγένιου, όπως και το δεξί του, δούλευε τόσο καλά όσο θα δούλευε το αυτί ενός υγιέστατου παιδιού πέντε χρονών που δεν είχε εκτεθεί ποτέ σε κανενός είδους φρικτό, εκκωφαντικό θόρυβο.
Γιατί, όμως, αυτές οι παραλείψεις; Γιατί αυτά τα λάθη;
Ζητώντας δεύτερη γνώμη, από ένα άλλον ΩΡΛ -τον οποίο του είχε συστήσει η Σύλβια Λαυρεντίου, μια από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες στη χώρα-, ο Ευγένιος βρέθηκε αντιμέτωπος με το ίδιο συμπέρασμα: τα αυτιά του δούλευαν «ρολόι».
Αποφάσισε να αγνοήσει τις φοβίες και τις αμφιβολίες του και να συνεχίσει τη δουλειά του κανονικά· ήταν, άλλωστε, αυτό που αγαπούσε περισσότερο από όλα και αυτό στο οποίο ήταν περισσότερο ικανός – τουλάχιστον μέχρι τη ζοφερή στιγμή που είχαν κάνει την εμφάνισή τους αυτά τα μικρά ατοπήματα.
- Ευγένιε! Ευγένιε! Η τρομπέτα χτυπάει κόκκινα!
Η τόσο χαρακτηριστική, βραχνή φωνή του Θάνου Παλαμάκη – λίγες εβδομάδες μετά την επίσκεψη στον δεύτερο ΩΡΛ – τον τρόμαξε περισσότερο από ό,τι θα τον τρόμαζε η φωνή του ίδιου του Χάρου. Ο Ευγένιος είχε νιώσει μέγιστη τιμή που ο Παλαμάκης είχε επιδιώξει από μόνος του να δουλέψει με τον Ευγένιο, όταν είχε έρθει η ώρα για τα τσικό του, τους Loveamour, να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους. Οι δυο τους βρίσκονταν στον θάλαμο, ενώ ένα τρίο πνευστών ηχογραφούσε τα μέρη του για τη σύνθεση που προοριζόταν ως το outro του δίσκου.
Ο Ευγένιος ξύπνησε τρομαγμένος από το λήθαργό του και άρχισε να πατάει όποιο κουμπί βρισκόταν μπροστά του, σαν απεγνωσμένος επιβάτης αεροπλάνου που έχει αναλάβει να πιλοτάρει το σκάφος, όταν ο κυβερνήτης παθαίνει ανακοπή εν μέσω πτήσης, και δεν ξέρει ποιον διακόπτη να γυρίσει. Ο Παλαμάκης τον παρακολούθησε για σχεδόν ένα λεπτό να επιδίδεται σε αυτόν τον καθιστό χορό της αδεξιότητας κι έπειτα βρόντηξε το χέρι του –το χέρι που είχε κάποτε σφίξει εκείνο του Paul McCartney– πάνω στην κονσόλα.
- Δεν μου λες, θα τρομπάρεις πολλή ώρα ακόμα; ρώτησε τον Ευγένιο αυστηρά, με τη βραχνάδα του να γίνεται ακόμα πιο βαριά κι ακόμα πιο ψαρωτική.
Ο Ευγένιος σάστισε. Σταμάτησε να κουνά τα χέρια του και γύρισε και κοίταξε τον παραγωγό με βλέμμα κωμικά έντονο. Ο άλλος απόρησε για μια στιγμή, αλλά έπειτα άρχισε να φωνάζει και πάλι.
Χωρίς να καταλάβει πώς και πότε, ο Ευγένιος πετάχτηκε όρθιος και κατάφερε τελικά να λύσει το πρόβλημα, με κινήσεις σχεδόν μηχανικές, και το session συνεχίστηκε ομαλά για τις επόμενες δύο ώρες. Ωστόσο, σε όλο αυτό το διάστημα, τον ηχολήπτη βάραινε ακόμα η ανησυχία για το προφανώς μεγάλο πρόβλημά του.
Γύρισε σπίτι του βυθισμένος στην απελπισία. Τι συνέβαινε; Από πού πήγαζε αυτό το πρόβλημα; Διότι υπήρχε πρόβλημα, πρόβλημα σοβαρό, αυτό ήταν πλέον πέραν πάσης αμφιβολίας. Αχ, μόνο να ήταν κοντά του η Ελίζα! Εκείνη θα μπορούσε να τον βοηθήσει! Θα μπορούσε έστω να τον καταλάβει! Εκείνη τον άκουγε, εκείνη έστηνε αυτί και τον άκουγε, αλλά έφυγε από κοντά του με το παράπονο πως ο Ευγένιος από την πλευρά του είχε αυτιά μόνο για όσα βγαίνανε από μικρόφωνα κι ενισχυτές.
Έπρεπε, λοιπόν, να αντιμετωπίσει μόνος του το πρόβλημα. Αλλά ποιο πρόβλημα; Ποια ήταν η πηγή του και ποια ακριβώς η φύση του; Ήταν αφηρημένος ή απλά παράκμαζε; Μήπως το πρόβλημα υπήρχε όντως αλλά προερχόταν από ένα σημείο του σώματός του στο οποίο οι ΩΡΛ δεν είχαν πρόσβαση ή ειδίκευση;
Οι νευρολόγοι, παθολόγοι, ψυχίατροι στους οποίους απευθύνθηκε δεν βρήκαν τίποτα. Υπαινίχθηκαν πως ίσως να συμβαίνει κάτι άλλο, αλλά όχι εκείνο που φοβόταν ο Ευγένιος. Κι όμως, το πρόβλημα παρέμενε.
Παρόλο που τα κουτσοκατάφερνε στις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες, παρόλο που τους κορόιδευε πως δεν είχε κανένα πρόβλημα, ο ίδιος ήξερε τι πραγματικά συνέβαινε και αυτό ήταν αρκετό για να μην ηρεμήσει: όταν έμενε μόνος του, στην παλιά μονοκατοικία που είχε κληρονομήσει από τη μάνα του και την οποία κάποτε μοιραζόταν με την Ελίζα, εξασκούνταν στη σιωπή, ακριβώς για να μπορεί μετά να εντοπίζει και να αποκρυπτογραφεί τους ήχους – μουσικούς και άλλους.
Καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα – ένα από τα πρώτα πράγματα που είχε αγοράσει με δικά του λεφτά – με εκείνη την παλιά, ξεφτισμένη πια εκτύπωση της αυτοπροσωπογραφίας του Βαν Γκογκ απέναντί του, και προσπαθούσε να αφουγκραστεί ακόμα και τον πιο μικρό, τον πιο ανεπαίσθητο ήχο μέσα στο σπίτι και εκτός αυτού: τα πουλιά, τα αυτοκίνητα, το ποδήλατο ενός πιτσιρικά, το πέταγμα μιας πεταλούδας που είχε μπει από την ανοικτή παραθυρόπορτα, το μοτέρ του ψυγείου – κανένα τους δεν ξέφευγε, όλα πιάνονταν αργά ή γρήγορα στην παγίδα των αυτιών του.
Αλλά στο στούντιο δεν ήταν τόσο ρόδινα τα πράγματα· οι ήχοι από τα όργανα, από τους ενισχυτές και τα μικρόφωνα, από τα ανθρώπινα χέρια και λαρύγγια είχαν γίνει ξαφνικά ένα αίνιγμα, ένας γρίφος που όλοι μπορούσαν να λύσουν εκτός από εκείνον. Κι αν οι άλλοι δεν πρόσεχαν πόσο είχε ξεπέσει ο Ευγένιος, ο ίδιος γνώριζε πόσο σκάρτος ήταν· πόσο σκάρτο ήταν το αριστερό αυτί του.
Διότι το είχε αποφασίσει πως το αριστερό αυτί ήταν αυτό που τον πρόδιδε – τον είχε προδώσει επανειλημμένα και θα συνέχιζε να το κάνει, αν ο Ευγένιος δεν του έκοβε τη φόρα. Έπρεπε, λοιπόν, να δράσει αναλόγως.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε, πριν να πάει στη δουλειά ή οπουδήποτε αλλού, περνούσε τουλάχιστον είκοσι λεπτά πλένοντας το αυτί του και μετά σκουπίζοντάς το – με άλλη πετσέτα κάθε μέρα – και μετά, πράγμα που οι ΩΡΛ, η Ελίζα αλλά και άλλοι ηχολήπτες του είχαν απαγορεύσει, έβαζε μπατονέτες και το καθάριζε σχολαστικά.
Αυτή η διαδικασία έδειχνε να δουλεύει, γιατί και ο ίδιος και οι συνεργάτες του ένοιωθαν πιο ικανοποιημένοι από τη δουλειά του Ευγένιου, από την ικανότητά του να συλλαμβάνει και να αναδεικνύει τους ήχους και τις νότες.
Αποφάσισε, λοιπόν, να συνεχίσει αυτό το τροπάριο. Όσο πιο καλά ένοιωθε ότι πήγαινε στη δουλειά του, τόσο πιο πολύ χρόνο αφιέρωνε στο πλύσιμο, στο σκούπισμα, στο καθάρισμα. Μετά από λίγο καιρό δεν του έφταναν είκοσι λεπτά. Χρειαζόταν είκοσι πέντε, μετά μισή ώρα, μετά τρία τέταρτα. Άρχισε να ξυπνάει πιο νωρίς, προκειμένου να κάνει πιο διεξοδική δουλειά.
Τι κι αν κάποιοι παραγωγοί και κάποιοι μαγαζάτορες του έλεγαν πως δεν μπορούσαν πια να τον προσλάβουν επειδή, δήθεν, είχε «αλλάξει σε ανησυχητικό βαθμό»; Εκείνος ήξερε πως όλα αυτά ήταν προφάσεις εν αμαρτίαις και πως ο ίδιος πήγαινε καλύτερα από ποτέ. Ήταν εμφανές πως κάποιος τον πολεμούσε, κάποιος έλεγε άσχημα πράγματα γι’ αυτόν πίσω από την πλάτη του, ίσως ο Κώνστας, ο τραγουδιστής των Unreal Deal ή κάποιος μαγαζάτορας από τα πρώτα του βήματα ή ακόμα και αυτή η Σύλβια Λαυρεντίου, που και καλά του είχε συστήσει έναν εξαιρετικό ΩΡΛ, ο οποίος δεν είχε βρει τίποτα το ανησυχητικό, ενώ όπως φάνηκε ξεκάθαρα, ο Ευγένιος είχε όντως πρόβλημα, αλλά κατάφερε να το λύσει μόνος του, δεν είχε ανάγκη κανέναν τους.
Του ήρθε ένα μέιλ από τον Παλαμάκη -που όλον αυτόν τον καιρό, από την τελευταία τους δουλειά μαζί, έλειπε στη Γαλλία, ηχογραφώντας εκεί ένα τοπικό συγκρότημα-, πως με το που θα γύριζε στην Ελλάδα, ήθελε να γράψει ένα προσωπικό άλμπουμ – το πρώτο του εδώ και δέκα χρόνια - με τον Ευγένιο για ηχολήπτη.
Ο Ευγένιος καταλάβαινε τώρα πως όλος αυτός ο κόπος του να λύσει το πρόβλημά του και δικαιολογημένος ήτανε και καρπούς είχε αποδώσει: τον είχαν πολεμήσει, αλλά αυτός είχε νικήσει. Δεν έπρεπε, όμως, να εφησυχάζει. Έπρεπε να δουλέψει πιο σκληρά, να δουλέψει πιο βαθιά, να σιγουρευτεί πως το πρόβλημα δεν θα ξαναεμφανιζόταν.
Ακύρωσε καναδυό δουλειές που είχε κανονίσει για τις επόμενες εβδομάδες και βάλθηκε να «στρώνει» (αυτή τη λέξη είχε επιστρατεύσει προκειμένου να περιγράφει την ιεροτελεστία που είχε εμπνευστεί) τα αυτιά του όλο και πιο πολύ.
Το βράδυ πριν από το πρώτο session με τον Παλαμάκη δεν μπήκε καν στον κόπο να κοιμηθεί. Απλά, όλο το βράδυ καθάριζε, έπλενε, «έστρωνε». Στις δέκα ήταν πια έτοιμος. Έπλυνε το πρόσωπό του και ξυρίστηκε. Αποφάσισε να κρατήσει αυτό το καινούριο, μακρύ, κόκκινο σκουλαρίκι, καθώς του πήγαινε μια χαρά.
-Τι…; Τι…; Τι σου συμβαίνει, ρε άνθρωπε;
Ο Ευγένιος χαμογέλασε πλατιά. Ήταν ξεκάθαρο πως ο Παλαμάκης συμμεριζόταν την ικανοποίησή του για τη λύση του προβλήματος.
Γιατί, όμως, τον έσπρωχνε; Γιατί γκάριζε; Α, όχι! Τον είχαν προλάβει κι αυτόν! Οι εχθροί του Ευγένιου του είχαν βάλει λόγια. Ήθελαν να τον καταστρέψουν. Μάλλον αυτοί είχαν βάλει και το πρόβλημα στο αυτί του, το είχαν φυτέψει κάποια στιγμή που εκείνος δεν πρόσεχε και ορίστε τώρα τα αποτελέσματα.
Γύρισε με τα χίλια ζόρια σπίτι του – συν τοις άλλοις η μηχανή του είχε κλατάρει και για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο κανένας ταξιτζής δεν δεχόταν να τον πάρει κούρσα. Φτάνοντας στην παλιά μονοκατοικία, ο Ευγένιος κοίταξε γύρω του, απελπισμένος – την παλιά του ακουστική Martin, τη φωτογραφία που είχε τραβήξει κάποτε με τον Mark Eitzel, τη φάτσα του Βαν Γκογκ στον τοίχο.
Βυθίστηκε στην αγαπημένη του πολυθρόνα και το σκέφτηκε. Ναι, μάλλον τα είχε πάρει όλα στραβά. Ήταν όλα λάθος εξαρχής. Το πρόβλημα δεν είχε λυθεί – αλλά υπήρχε ακόμα χρόνος.
Πήγε στην κουζίνα. Έβγαλε το μεγάλο μαχαίρι. Πήγε στο μπάνιο και στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη.
Βγαίνοντας από το εκεί, το πρόβλημα είχε πια κοπεί στη ρίζα του. Πήγε στον τοίχο, στο σημείο όπου κρεμόταν η αυτοπροσωπογραφία του Βαν Γκογκ. Κλείσανε ο ένας το μάτι στον άλλον, κι έπειτα ο Ευγένιος σωριάστηκε στο κέντρο ακριβώς της κατακόκκινης λίμνης.
(Σήμερα, σχεδόν μια δεκαετία μετά από αυτό το τελευταίο συμβάν, ο Ευγένιος νοιώθει πια πολύ καλά και απολαμβάνει μια καινούρια, δεύτερη καριέρα ως μουσικοθεραπευτής, έστω και με μια συγκεκριμένη έλλειψη. Η Ελίζα, η σύζυγός του, δηλώνει πως δεν τον έχει δει πιο ευτυχισμένο στα είκοσι σχεδόν χρόνια της γνωριμίας τους).
- Δημιουργήθηκε στις