Skip to main content

Memoirs Are the New Rock ‘N’ Roll: ‘There And Black Again’ του Don Letts (Omnibus, 2021)

Ο Αλέξανδρος Δανιηλίδης (Urbanphone) παρουσιάζει την αυτοβιογραφία του Τζαμαϊκανού θρύλου, Don Letts.

Η κλασσική φωτογραφία από τις ταραχές στο Notting Hill το 1976 η οποία αποτέλεσε και το εξώφυλλο του ‘Black Market Clash’ των Clash (1980). Στο προσκήνιο της φωτογραφίας είναι ο Don Letts.

Το όνομα του Don Letts το πρωτοσυνάντησα ως τον σκηνοθέτη του ‘The Punk Rock Movie’ (1978), ένα από τα βασικότερα ντοκιμαντέρ – με την αποκλειστική χρήση κάμερας Super 8 – για το πρώτο κύμα του πανκ κινήματος στη Μεγάλη Βρετανία με τη συμμετοχή ονομάτων όπως οι The Clash, Sex Pistols, X-Ray Spexx, Slaughter and the Dogs, The Slits, Siouxsie and the Banshees και πολλοί άλλοι.. Πέρα όμως από κινηματογραφιστής (‘The Punk Rock Movie’, ‘Dancehall Queen’ και το βραβευμένο με Grammy ‘The Clash: Westway to the World’)[i], ο Don Letts υπήρξε και DJ σε διάφορα clubs της Βρετανικής πρωτεύουσας (όπως το θρυλικό The Roxy στο Covent Garden), εκτέλεσε χρέη manager (συγκεκριμένα για τις Slits), εργάστηκε σε καταστήματα ρούχων-ορόσημα της εποχής όπως τα BOY και Acme Attractions ενώ ασχολήθηκε και με το ραδιόφωνο (‘Culture Clash’ στο BBC6).

Η 300 σελίδων αυτοβιογραφία του Donovan ‘Don’ Letts αποτελεί ουσιαστικά μια κοινωνική και μουσική μαρτυρία που καλύπτει μια περίοδο 60 χρόνων σε διάφορα μέρη με έντονη μουσική δραστηριότητα και κουλτούρα (από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη μέχρι ­το Κίνγκστον και το Λος Άντζελες) πάντα υπό το πρίσμα της punk, reggae και ska μουσικής και υποκουλτούρας· τα δύο κινήματα δηλαδή που όρισαν τον Don Letts και με τα οποία συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του. Στο ‘There and Black Again’ o συγγραφέας δρα ως ένας άτυπος «πολιτισμικός ιστοριογράφος» (cultural historiographer) της εποχής που γεννήθηκε (ή μάλλον «ξέσπασε») η Αγγλική punk σκηνή, με πολύ ενδιαφέρουσες και πληροφοριακές αναφορές σε πρόσωπα, στέκια, γειτονιές και κοινωνικές καταστάσεις.

Επιπλέον, ο Letts μέσα από τις εμπειρίες του ως νεαρός «άλλος» στην Αγγλική μητρόπολη των δεκαετιών του ’60 και του ’70, ιχνηλατεί και αφηγείται με καθόλα περιγραφικό και προσωποποιημένο λόγο τη ρατσιστική/αστυνομική βία αλλά και τα στερεότυπα που ακολουθούσαν τις μειονότητες από τις Βρετανικές αποικίες της Καραϊβικής (η λεγόμενη ‘Windrush Generation’)[ii]. Όπως άλλωστε αναφέρει και ο ίδιος «η αστυνομική βία και παρενόχληση κατά των νεαρών μαύρων υπήρξε ενδημική (sic) στα ‘70s» (72). Ως εκ τούτου, το ‘There and Black Again’ διαβάζεται και ως ένα (μη-ακαδημαϊκό) ανάγνωσμα που θα μπορούσε όμως κάλλιστα να συνεισφέρει και στους τομείς των πολιτισμικών και φυλετικών σπουδών (cultural and race studies)[iii] αντανακλώντας έτσι κατά ένα τρόπο τη διαλεκτική του Paul Gilroy, ο οποίος αποτελεί ίσως τον σπουδαιότερο Black British ακαδημαϊκό (UCL, Goldsmiths) και ιστορικό της Μαύρης διασποράς στη Βρετανία.

Εν ολίγοις, το ταξίδι του Letts περιλαμβάνει πολλές στάσεις στο μουσικό και κοινωνικό χωροχρόνο με τα προσωπικά του βιώματα και τους προβληματισμούς του να συμπληρώνουν ιδανικά και να αναδεικνύουν ιστορικά στοιχεία, κοινωνικές καταστάσεις, τάσεις και υποκουλτούρες των «ανήσυχων» δεκαετιών του ’70 και ‘80. Μερικές από αυτές τις «στάσεις» και πάντα με γνώμονα τη μουσική θα επιχειρήσω να παρουσιάσω σε αυτή εδώ τη βιβλιοπαρουσίαση.

‘Yes, I cannot complain of the time I have spent
I mean my life in London is really magnificent
I have every comfort and every sport
And my residence is Hampton Court
So London, that's the place for me’

- Lord Kitchener, ‘London is the place for me’

Εν αρχή ην...η ska!

Γεννημένος το 1956 από Τζαμαϊκανούς γονείς στο νότιο Λονδίνο, ο Letts μεγάλωσε στις πολυπολιτισμικές γειτονιές του Brixton και του Stockwell μαζί με τα άλλα τρία αδέρφια του (Derrick, Desmond και Norman) μέσα σε ένα αυστηρό και θρησκευόμενο οικογενειακό περιβάλλον. Ξεχωριστή θέση όμως κατείχε ανέκαθεν η Τζαμαϊκανή μουσική παράδοση στην οποία ο Letts μυήθηκε από την παιδική του ηλικία μέσα από την πλούσια συλλογή δίσκων του πατέρα του St Leger Letts αλλά και των street parties (τα λεγόμενα sound systems) στα οποία έβαζε μουσική. Μέσα από τις παιδικές του αναμνήσεις, ο Letts εισάγει τον αναγνώστη στην κουλτούρα της ska, calypso και rocksteady μουσικής των Lord Kitchener, Lord Flea, Prince Buster, Desmond Dekker, Byron Lee & The Dragonaires, The Paragons, The Upsetters, The Maytals και πολλών άλλων, την Trojan Records που έπεξε καταλυτικό ρόλο στην παγίωση των μουσικών αυτών στη Βρετανία αλλά και την νεοεισαχθείσα υποκουλτούρα των Rude Boys η οποία, παρόλο που αρχικά στάθηκε τροχοπέδη στην κοινωνική ειρήνη του Κίνγκστον (Τζαμάϊκα), μετέπειτα αποτέλεσε το κοινό σημείο αναφοράς μεταξύ λευκών skinhead[iv] και μαύρων “moonstompers” στα χορευτικά στέκια της Αγγλικής μητρόπολης.

   

‘No Elvis, Beatles or Rolling Stones’: Εκεί που η Reggae συναντάει το Punk

O Bob Marley από τη συναυλία του στο Lyceum (1975).

Όπως δηλώνει μέσα από την αυτοβιογραφία του, η πολιτική «αφύπνιση» τόσο του ίδιου του Letts όσο και των ομοίων του αλλά και η εκ νέου συνειδητοποίηση της κουλτούρας των ρασταφάρι ως μέσο αντίστασης στον αλλοτριωτικό χαρακτήρα της “Babylon” (δηλαδή του σύγχρονου καπιταλιστικού Δυτικού προτύπου) οφείλονται σχεδόν εξολοκλήρου στη μουσική του Bob Marley στην οποία μυήθηκε μέσω του Catch A Fire (LP, 1973). Το 1975 μάλιστα έλαβε χώρα στο Λονδίνο η – καθοριστική για τον Letts – συναυλία του Marley με τους The Wailers (με support act τους Third World) στο Lyceum Ballroom, ένα κλαμπ με αμιγώς ροκ προσανατολισμό όσον αφορά στη μουσική αλλά και στους θαμώνες μεταξύ των οποίων υπήρξαν οι Pink Floyd, ο Alex Harvey και οι Genesis.

Η εμφάνιση αυτή του Τζαμαϊκανού θρύλου αποτέλεσε γεγονός που υπήρξε άκρως επιδραστικό για την παγίωση της reggae μουσικής στο μουσικό γίγνεσθαι της Βρετανικής πρωτεύουσας αλλά και τη γνωριμία της μαύρης – και όχι μόνο – Βρετανικής νεολαίας με τις αξίες της ρασταφάρι ιδεολογίας[v]. Απόρροια αυτού του δρωμένου υπήρξε μακροπρόθεσμα και η έντονη συνειδητοποίηση της Black British ταυτότητας ως μέσο έκφρασης και αντίστασης των νέων απέναντι σε ένα σύστημα καταπίεσης και κοινωνικοφυλετικών διαχωρισμών (“militant Rasta rebel vibe”).

‘Η άρνηση των Ρασταφάρι να αποτελούν μέρος μιας εμπορευματοποιημένης καθημερινότητας στην Babylon δρούσε ελκυστικά για τους αναξιοπαθούντες και τους ανθρώπους του περιθωρίου, δίνοντάς τους κατ’αυτό τον τρόπο ένα αίσθημα αξιοπρέπειας. (53)

O Don Letts στο εξώφυλλο του punk zine Sniffin' Glue του Mark Perry (1977).

Η αντίληψη της reggae μουσικής και κουλτούρας ως μία αντικαθεστωτική μορφή έκφρασης αποτέλεσε και τον κοινό παρανομαστή με το αναδυόμενο στα τέλη των Βρετανικών 70s κίνημα του punk. Η αντιεμπορευματική προσέγγιση της reggae υπογραμμίζεται και από τον ίδιο τον Letts ο οποίος αναφέρει ότι

δεν ήταν μόνο η μαύρη μουσική που δεν μπορούσε να γίνει mainstream. Και η αντικαθεστωτική μουσική [σημ. εννοώντας το punk] στην οποία απουσίαζε οποιαδήποτε pop ευαισθησία – απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία κέρδους – αντιμετώπιζε δυσκολίες στο να αποκτήσει δημοσιότητα (90).

O Don Letts, ενώ δεν υπήρξε ο ίδιος punk, είχε την τύχη να είναι παρών στην «έκρηξή» του καθώς είχε σχέσεις με αρκετές προσωπικότητες του πρώτου κύματος του punk στη Βρετανική πρωτεύουσα. Οι συναναστροφές του με αυτές τις περσόνες αποτέλεσαν ουσιαστικά και το σημείο συνάντησης της reggae με το punk. Όπως ο ίδιος περιγράφει, στις βραδιές του ως DJ το 1977 στο reggae club Four Aces στο Dalston (Λονδίνο) συνοδευόταν συχνά είτε από τον John Lydon (Sex Pistols), τον Joe Strummer (The Clash) ή την Ari Up (The Slits), οι οποίοι αποτελούσαν και τις μοναδικές «θαρραλέες λευκές φάτσες» στο club, πράγμα για το οποίο κέρδισαν την εκτίμηση του κοινού εκεί.

 
O Don Letts στο θρυλικό Roxy (1977). 

Μέσω του Letts λοιπόν και των DJ βραδιών του είτε στο Four Aces είτε στο Roxy και αλλού, η «ανταλλαγή πολιτισμών» μεταξύ punk και reggae συνέχιζε να λαμβάνει χώρα καθόλη τη διάρκεια του 1977 στο Λονδίνο αλλά και σε άλλες πόλεις της Βρετανίας. Παρόλο που το punk επηρεάστηκε (μουσικά) από τη reggae πιο πολύ από ότι το αντίστροφο, η δημοτικότητα του punk ωφέλησε τη reggae, το κοινό της οποίας αυξήθηκε σημαντικά χάρη σε αυτή τη σύμμειξη. Η punk στάση ζωής που συνοψιζόταν στο «ο καθένας μπορεί να το κάνει» (91) λειτουργούσε εξίσου καλά και για τους reggae μουσικούς οι οποίοι έτρεφαν την ίδια αντιπάθεια για το σύστημα και την τάξη πραγμάτων, ενώ παράλληλα ήταν σε διαρκή αναζήτηση μιας αυθεντικής ταυτότητας και φωνής (ακριβώς όπως και το punk). Ένα δυναμικό παιχνίδι αλληλοεπιρροής ήταν σε εξέλιξη μεταξύ των δύο κινημάτων:

‘Η reggae μιλούσε για μια επικαιρότητα με την οποία οι punks μπορούσαν να ταυτιστούν. Ήταν μία μόδα ‘αντι-μόδας’ (sic), μια επαναστατική στάση και, πάνω απ’όλα, μια μουσική καταγραφή ζητημάτων που είχαν σημασία. (89)

Ο Don Letts με την Jeannette Lee στο εσωτερικό του ACME Attractions επί της King's Road στο Chelsea του Λονδίνου. (https://www.punk77.co.uk/)

Φυσικά ιδιαίτερα ξεχωριστό κεφάλαιο τόσο στη ζωή του Letts όσο και στην κοινή πορεία punk και reggae υπήρξαν οι The Clash. Εκτός από σκηνοθέτης πλήθους μουσικών βίντεο του συγκροτήματος (προσωπικά αγαπημένο το ‘London Calling’)[vi], υπήρξε και προσωπικός φίλος των μελών έχοντας μοιραστεί μαζί τους απίθανα μοναδικές στιγμές τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και συνολικά με τη μπάντα.[vii] Συγκεκριμένα, τους Joe Strummer και Paul Simonon τους γνώριζε από το καλοκαίρι του 1976 όταν οι δύο τελευταίοι ερχόντουσαν στο Acme Attractions όπου δούλευε τότε ο Letts μαζί με την Jeanette Lee (Rough Trade records / Public Image Ltd) με την οποία διατηρούσε τότε και ερωτική σχέση. Τακτικός επισκέπτης στο Acme υπήρξε και ο John Lydon.

Όλοι τους υπήρξαν οπαδοί της reggae μουσικής και μέσω του έντονου ενδιαφέροντός τους για τις μουσικές επιλογές του Letts[viii] στο Acme όπως τα ‘Man Ah Warrior’ του Tapper (Tappa) Zukie (1973) και ‘Dreadlocks Dread’ των Big Youth (1975), κατάφεραν να έρθουν πιο κοντά δημιουργώντας έτσι μια έντονη πλην όμως σταθερή φιλική σχέση από την οποία ο Letts διατηρεί πλήθος μνημών (όχι πάντα καλές). «Υπήρξαμε κατά καιρούς σαν οικογένεια (με τους Clash)» με τους οποίους «μιλούσαμε την ίδια γλώσσα και μεγαλώσαμε με τις ίδιες πολιτισμικές αναφορές» (160-1) αναφέρει ο Letts, κάτι το οποίο χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη σχέση του με τον Paul Simonon. Οι δυό τους «ανδρώθηκαν» μουσικά στους δρόμους του Brixton περνώντας πολλά καλοκαιρινά απογεύματα ως έφηβοι (αν και δεν γνωρίζονταν τότε) ακούγοντας τους ήχους της Τζαμάϊκα μέσω διαφόρων street parties και sound systems σαν αυτά που οργάνωνε και ο πατέρας του Letts. Μετά την επίσημη γνωριμία τους στο Acme, οι μεταξύ τους ανταλλαγές διαφόρων mix tapes κατέστησε τη reggae ως «αναπόσπαστο συστατικό της μουσικής των Clash από τις απαρχές τους, προερχόμενο από την επιμονή του Paul να εξασκείται στο μπάσο με reggae» (162).

‘Αντίθετα με τις British beat μπάντες της δεκαετίας του ’60, οι Clash δεν εντυπωσιάζονταν ιδιαίτερα με εξωτικούς ήχους από μέρη που ποτέ δεν είχαν βιώσει. Ακούγαν μουσική από τις γειτονιές τους τις οποίες είχαν φέρει μετανάστες από την Καραϊβική στα ‘50s. (163)

 
John Lydon, Joe Strummer, Don Letts και Paul Simonon από τα γυρίσματα του βίντεοκλιπ για το 'Medicine Show' των BAD (Big Audio Dynamite, σχήμα που δημιούργησε το 1984 ο Mick Jones και στο οποίο συμμετείχε και ο Don Lett.

 

Οι 101'ers με τον Joe Strummer δεύτερο από αριστερά. (από τη σελίδα της μπάντας στο discogs)

Η αρχική γνωριμία του Letts με το «μουσικό και πολιτισμικό φαινόμενο» των Clash (αλλά ουσιαστικά και η δημιουργία τους) έλαβε χώρα ένα βράδυ τον Απρίλιο του 1976 στο club The Nashville Rooms όπου εμφανιζόταν ο Strummer με τους 101’ers - την pub rock μπάντα που είχε τότε - ως support στους Sex Pistols.

Ο Letts ήταν εκεί μαζί με τους Simonon και Jones. O Strummer παραδέχθηκε αργότερα ότι, εκείνο το βράδυ, ο ίδιος είχε πειστεί ότι όλο αυτό το pub rock ύφος ήταν λάθος και δεν είχε να του προσφέρει τίποτα. Αναμενόμενα, όταν ρωτήθηκε από τους άλλους δύο για τη συμμετοχή του στη punk μπάντα που είχαν, δέχθηκε χωρίς ιδιαίτερες αμφιβολίες.

Το τεύχος του Sniffin Glue (Σεπτέμβριος 1976) με πρωτοσέλιδο το διήμερο στο 100 Club.

Έκτοτε, ο Don Letts υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας των Clash είτε ως σκηνοθέτης πολλών από τα βίντεο τους, είτε ως road manager, είτε απλά ως φίλος τους. Οι βιωματικές εμπειρίες του Letts στα κεφάλαια σχετικά με τους Clash αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες για την ιστορία του συγκροτήματος και κατ’επέκταση, της punk δραστηριότητας που σίγουρα θα απολαύσουν οι αναγνώστες – φίλοι τους. Ο Letts υπήρξε παρών σε διάφορες θρυλικές εμφανίσεις των Clash όπως για παράδειγμα στο Roxy την πρωτοχρονιά του 1977, στο 100 Club Festival που έγινε στις 20 και 21 Σεπτεμβρίου 1976[ix] αλλά και στο ‘White Riot Tour’ (1977) το οποίο διοργανώθηκε με σκοπό την προώθηση του νέου single της μπάντας ‘White Riot’/ ‘1977’ στο οποίο συμμετείχαν ακόμα οι The Jam (οι οποίοι αποχώρησαν μετά από μόλις 9 συναυλίες), οι Buzzcocks, οι Subway Sect καθώς και οι The Slits (ζητήθηκαν προσωπικά από τους Clash οι οποίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα το στυλ και την punk ευαισθησία τους) και οι οποίες προσχώρησαν στο line up στην πορεία. Να σημειωθεί ότι η τραγουδίστρια των The Slits, Ariane (Ari Up), ήταν μόλις 15 χρονών όταν συμμετείχαν στο tour!

Στο κεφάλαιο ‘Typical Girls’ ο Letts, ο οποίος υπήρξε και manager της μπάντας, συμπεριλαμβάνει πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις The Slits μέσα από την προσωπική του γνωριμία με την Ari Up πρωτίστως αλλά και με τις Viv Albertine[x] (κιθάρα), Tessa Pollitt (μπάσο) και Palmolive (τύμπανα). Όπως δηλώνει και ο ίδιος ο Letts

ήμουν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από τον ήχο των The Slits ο οποίος παρουσίαζε έναν ασυνάρτητο ρυθμό σε συνδιασμό με μια τρομερή ενέργεια και αποφασιστικότητα [...] Τραγουδούσαν για κλοπές, για το πως παρατούσαν τους γκόμενούς τους, τη βαρεμάρα της straight ζωής και ζητούσαν από τις γυναίκες να επαναστατούν. Είχαν ένα ύφος που όμοιό του δεν είχα ξανασυναντήσει ποτέ, είτε σε γυναικεία είτε σε αντρική μπάντα, και τις βιντεοσκόπησα αμέτρητες φορές σε ηχογραφήσεις αλλά και ζωντανά[xi] [...] Οι The Slits ήταν οι Slits (σημ. «σχισμές») 24 ώρες το 24ωρο και όχι μόνο όταν εμφανίζονταν ζωντανά. Δεν ήταν απλά μια παράσταση. (103)

 
Ο Don Letts με τις Slits.

Με το πέρας της περιοδείας, ο Don Letts παραιτήθηκε από manager των The Slits και αποφάσισε να επιστρέψει σε αυτό που του ταίριαζε περισσότερο (όπως πίστευε ο ίδιος): στην King’s Road και στο θρυλικό – πλέον – κατάστημα BOY.

Material culture και καταστήματα – ορόσημα των Λονδρέζικων ‘70s

Το επίκεντρο της Λονδρέζικης ψυχεδέλειας από το 1966, Granny Takes A Trip.
Η μέκκα των jeans αλλά και της queer υποκουλτούρας, Jean Machine.

Πέρα από τις καθαρά μουσικές αναφορές/ μαρτυρίες ιστορικής σημασίας, ο Letts δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να πληροφορηθεί (ή και να θυμηθεί) σχετικά με την υλική κουλτούρα του κεντρικού Λονδίνου της εποχής εκείνης. Ένας κόσμος καταστημάτων, τάσεων μόδας και στυλιτιστικών επιλογών στα πέριξ της περίφημης King’s Road (Chelsea) μέσω των οποίων, τόσο ο Letts όσο και τα διάφορα κοινά (publics) της εποχής, όριζαν και επαναπροσδιόριζαν τις (στυλιστικές) ταυτότητές τους. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές σε θρυλικά καταστήματα – στέκια σε κάποια από τα οποία εργάστηκε ο Letts: το ‘Oggi e Domani’ με Ιταλική μόδα στο ύφος της L’ Uomo Vogue, το ‘Jean Machine’[xii] το οποίο αποτελούσε και μέρος της gay κουλτούρας της πόλης καθώς και η μέκκα της English Beat και της πρώιμης ψυχεδελικής υποκουλτούρας ‘Granny Takes A Trip’ των Nigel Waymouth, John Pearce και Sheila Cohen, στους χώρους του οποίου σύχναζαν οι Beatles, οι Rolling Stones, οι Pink Floyd, οι Soft Machine και άλλοι. Αναφορά γίνεται και στο κατάστημα ‘BOY’, το οποίο ξεκίνησε το 1976 στην King’s Road από τον Stephane Raynor ως συνέχεια του ‘Acme Attractions’ (1974) το οποίο αποτελούσε σημαντικό σταθμό στην punk και reggae υποκουλτούρα της Αγγλικής μητρόπολης. Ο Letts δούλευε εκεί πριν αναλάβει manager των The Slits αλλά και μετά την περιοδεία ‘White Riot’ (1977).

 

 

Το Paradise Garage, προπομπός του SEX στην King's Road.

Φυσικά δεν λείπει και η αναφορά στους προπομπούς του εμβληματικού πλέον για την punk κουλτούρα ‘SEX’, του οποίου η ιστορία ξεκινάει το 1970 με τον Trevor Miles και το rock κατάστημα ‘Paradise Garage’ στο νούμερο 430 της King’s Road που λάνσαρε το λεγόμενο “pacific exotic” ύφος με χαβανέζικα πουκάμισα εισαγωγής και μεταχειρισμένα τζιν από την Νέα Υόρκη. Κάποια στιγμή μέσα στο 1971, ο Miles αναχωρεί για το μήνα του μέλιτός του έχοντας ξεχάσει όμως το γεγονός ότι είχε ζητήσει από τον μάνατζερ του μαγαζιού να νοικιάσει τμήμα του Paradise Garage στους Malcolm McLaren και Vivienne Westwood!

Το πιο δημοφιλές πανκ ζευγάρι αρχικά έστησε το ‘Let It Rock’ στο οποιο πωλούσαν 50s δίσκους και ρούχα και, μέχρι να επιστρέψει ο Miles από το ταξίδι του, οι McLaren και Westwood είχαν αναλάβει πλήρως τα ηνία του καταστήματος και το 1973 μετονομάστηκε σε ‘Too Fast To Live Too Young To Die’ με εμπόρευμα σε αμιγώς teddy boy στυλ. Ένα χρόνο αργότερα και έπειτα από κάποιες αλλαγές στο χώρο γεννήθηκε το θρυλικό ‘SEX’. Η Westwood είχε προτείνει στον Letts να δουλέψει εκεί όσο ο McLaren θα βρισκόταν στη Νέα Υόρκη ως manager των New York Dolls. Ο Letts παρόλα αυτά αρνήθηκε κυρίως για στυλιτιστικούς λόγους καθώς δεν αισθανόταν άνετα να δουλεύει με δερμάτινα και ψηλοτάκουνα. Όταν δε αργότερα η Westwood έμαθε ότι ο Letts δούλευε στο ‘Acme’ αποκλείστηκε εφ’όρου ζωής από το ‘SEX’.


Το εμβληματικό SEX το οποίο, από το 1974 μέχρι και το 1976 έντυσε την punk κουλτούρα της Βρετανικής μητρόπολης.

   

Το κατάστημα BOY, μετεξέλιξη του Acme Attractions, το οποίο συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό νέων punks, New Romantics, soulboys και άλλες υποκουλτούρες της εποχής.

Το ‘There And Black Again’ ως ημερολόγιο ταξιδιού

Το ‘There And Black Again’ εκτός από μία άκρως πληροφοριακή πηγή για τις Λονδρέζικες υποκουλτούρες και την παρασκηνιακή δραστηριότητα της «έκρηξης» του punk στα τέλη των ‘70s, αποτελεί και ένα ιδιότυπο ταξιδιωτικό ημερολόγιο μέσω του οποίου ο Letts – στα πλαίσια της δουλειάς του ως κινηματογραφιστής – επικοινωνεί καταστάσεις, πρόσωπα και γεγονότα που συνάντησε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σε Τζαμάϊκα, Νέα Υόρκη, Salt Lake City, Λος Άντζελες και Βίντοεκ (Ναμίμπια)[xiii].

Οι Don Letts, John Lydon και Vivien Goldman στο αεροδρόμιο του Kingston.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο για το Κίνγκστον (Τζαμάϊκα) όπου ο Letts, μην έχοντας ξαναβρεθεί στα πάτρια εδάφη του, περιγράφει τις εμπειρίες του ως ένας “dreadlocked speaking the Queen’s English” (125)[xiv], συνοδευόμενος από τον John Lydon και άλλους, όντας παράλληλα σε αναζήτηση της γιαγιάς του. Με αναφορές στην «παραβατικότητα» που χαρακτήριζε τη ράστα κουλτούρα (η δημοτικότητα του Bob Marley αποενοχοποίησε τα ράστα που μέχρι τότε ήταν σχεδόν παράνομα στο δημόσιο χώρο) αλλά και στην ska/reggae αφρόκρεμα της Τζαμαϊκανικής σκηνής, οι μαρτυρίες του Letts αποτελούν μία απολαυστική όσο και διαφωτιστική περιγραφή της pop κουλτούρας της χώρας στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Λίγα χρόνια αργότερα (1983) θα ξαναβρεθεί στη Τζαμάϊκα με τους Musical Youth (reggae γκρουπ με έδρα το Birmingham αλλά με τζαμαϊκανικές ρίζες) για τα γυρίσματα του ‘Never Gonna Give You Up’.[xv]

 


‘Η ζωή στη Τζαμάϊκα είναι δύσκολη. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι είναι μόνο ήλιος, θάλασσα και άμμος αλλά υπάρχει πολύ φτώχεια, διαφθορά και σήψη σε κοινή θέα
(193).

 
“Look Don, I don’t know how to tell you this, but we didn’t know you were black”
- Mr MTV στον Don Letts, Νέα Υόρκη, 1982 (187)

Η επίσκεψη του Letts στη Νέα Υόρκη (το 1980 με τους Clash και το 1982 ως προσκεκλημένος του MTV) αποτελεί ουσιαστικά μια κριτική στη μουσική βιομηχανία και τη ρατσιστική αντιμετώπιση των μαύρων μουσικών στις αρχές της λειτουργίας του MTV (1981-1982)[xvi] των οποίων τα (ελάχιστα) βιντεοκλιπ γινόντουσαν με πολύ χαμηλότερο budget απ’ότι τα λευκά mainstream συγκροτήματα. Το 1982 ο Don Letts προσλαμβάνεται από το MTV με σκοπό τη βιντεοσκόπηση ζωντανών εμφανίσεων των Black Uhuru και Toots & the Maytals στη Τζαμάϊκα. Παρόλο το ισχυρό βιογραφικό του στον τομέα των μουσικών βίντεο (Clash, Psychedelic Furs και Public Image Ltd.), ο Letts έρχεται συχνά αντιμέτωπος με άκρως τοξικές γραφειοκρατικές καταστάσεις με σαφείς ρατσιστικές προεκτάσεις που, όπως γράφει και ο ίδιος, είναι απλά «μία υπενθύμιση να μην ξεχνάω ποιός είμαι» (190). Εν τέλει, η Νέα Υόρκη και η συνεργασία του Letts με το MTV αποτέλεσε την έναρξη της ‘black visibility’[xvii] (η παρουσία μαύρων μουσικών/συκγροτημάτων) μέσω της ανόδου της μαύρης μουσικής στη μουσική τηλεόραση αλλά και την αρχή μιας καριέρας ως κινηματογραφιστής και σκηνοθέτης μουσικών βίντεο. Προς την ανάπτυξη της «μαύρης ορατότητας» συνέβαλε βέβαια και η 2ωρη εκπομπή ‘Yo! MTV Raps’ που ξεκίνησε το 1987 και μεταδιδόταν από το MTV Europe.

Αντί επιλόγου

Εν κατακλείδι, γιατί θα άξιζε κάποιος να διαβάσει το ‘There And Black Again’? Με μία πρόταση, θα χαρακτήριζα το βιβλίο ως μία πολύπλευρη «ωδή» στο ‘ανήσυχο’ Λονδίνο της δεκαετίας του ’70 με προσανατολισμό φυσικά στις punk και reggae σκηνές. Και με τον όρο «πολύπλευρη» εννοώ όλες αυτές τις κοινωνικές καταστάσεις που χαρακτηρίζουν το ιστορικό – πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έζησε και έδρασε ο Don Letts. Φυσικά για τους λάτρεις του punk (πόσο μάλλον αν τυχαίνει να είστε οπαδός των Clash), reggae και ska μουσικής γίνεται γρήγορα ξεκάθαρο ότι το βιβλίο αποτελεί μια εξαιρετική πηγή πληροφοριών και trivia για μουσικούς, συγκροτήματα, συναυλιακούς χώρους και καταστήματα ρουχισμού που συγκροτούσαν (και όριζαν σε ένα βαθμό) τις εν λόγω μουσικές σκηνές.

Ο Don Letts, μέσα από την αυτοβιογραφική του ανάλυση, οριοθετεί το κίνημα του punk όχι απλώς ως μια υιοθέτηση του «δόγματος του σοκ» ενάντια σε μια λευκή, συντηρητική κοινωνία αλλά εντούτοις, ως μια διέξοδος, μια λύτρωση – μουσική και στυλιστική – από την στασιμότητα και τη βαρεμάρα της Αγγλικής νεολαίας, το ρατσισμό και τη σεξουαλική καταπίεση της δεκαετίας του ’70. Επιπλέον, οι πολλαπλές αναφορές του Letts σε καταστάσεις ρατσιστικής αντιμετώπισης αλλά και συστημικού ρατσισμού προς άτομα της ‘Windrush Generation’ αλλά και τον ίδιο (βλ. υποσημείωση 2) αποτελεί ουσιαστικά μια βιωματική καταγραφή του κοινωνικού πλαισίου της Βρετανικής πραγματικότητας στην περίοδο που ακολούθησε τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο: την αποδυνάμωση της εργατικής τάξης, την έλευση μεταναστών κατά χιλιάδες από τις βρετανικές αποικίες στην Καραϊβική και τον – δυστυχώς αναμενόμενο – ρατσισμό προς τους νεοαφιχθέντες μαύρους πληθυσμούς, πυροδοτημένος φυσικά και από τον πολιτικό λόγο της Αγγλικής συντηρητικής δεξιάς όπως π.χ. του Enoch Powell που έμεινε στην ιστορία για τον “rivers of blood” λόγο του στις 20 Απριλίου 1968. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το βιβλίο κλείνει με μια συνοπτική αναφορά στα Black Lives Matter κινήματα.

Επομένως το βιβλίο του Don Letts είναι κάτι παραπάνω από την αυτοβιογραφία ενός ‘αντι-ήρωα’ των Βρετανικών 70s. Το ‘There And Black Again’ είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι ήχου και εικόνας καθώς και μια καταγραφή της κοινωνικής και μουσικής ιστορίας μιας περιόδου που καλύπτει σχεδόν πάνω από μισό αιώνα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε μέρη με σημαντικό πολιτισμικό κεφάλαιο όπως τα The Kitchen N.Y.C, Institute of Contemporary Art και BFI Southbank στο Λονδίνο. Έχει τιμηθεί στο φεστιβάλ BAM του Brooklyn καθώς και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μιλάνου.

[ii] ‘Windrush’ ήταν το όνομα ενός πλοίου που τον Ιούνιο του 1948 ελλιμενίστηκε στο Tilbury (ανατολικά του Λονδίνου) μεραφέροντας το πρώτο κύμα μεταναστών από τις Βρετανικές αποικίες της Καραϊβικής (από την Τζαμάϊκα και το Τρινιντάντ και Τομπάγκο κατά κύριο λόγο) οι οποίοι έμελλαν να αποτελέσουν την νέα εργατική τάξη της μεταπολεμικής περιόδου της Αγγλίας. Ως ‘Windrush Generation’ χαρακτηρίζονται όλοι οι μετανάστες από την Καραϊβική που έφτασαν στην Αγγλία μεταξύ 1948 και 1971.

[iii] Το 2018 ο Don Letts ανακυρήχθηκε επίτιμος διδάκτορας για την προσφορά του στη Βρετανική κουλτούρα.

[iv] Φυσικά πολύ πριν υιοθετήσουν το look οι νεοναζί.

[v] Σύμφωνα με τον Letts και σε συνέχεια της συνάντησής του με τον Bob Marley, η απαγόρευση του χτενίσματος και της κοπής των μαλλιών από τον ρασταφαριανισμό αλλά και η κατανάλωση μαριχουάνας (ganja) αποτελούσαν «κοινωνικο-πολιτισμικά» εργαλεία με τα οποία ο ρασταφάρι διαφοροποιείται από αλλά και εναντιώνεται στη σημειολογία που φέρει ο όρος ‘Babylon’.

[vi] Στο κεφάλαιο ‘But I Have No Fear’ ο Don Letts παραθέτει με άκρως απολαυστικό τρόπο το παρασκήνιο των γυρισμάτων του London Calling στην όχθη του Τάμεση, απέναντι από το Battersea Power Station ένα βροχερό βράδυ του 1979. Ο Letts χρησιμοποίησε εξοπλισμό των 16mm με ένα budget περίπου £10,000, ποσό το οποίο φάνταζε αστρονομικό για την εποχή. Οι Clash ήταν τοποθετημένοι στην αποβάθρα πάνω στον Τάμεση και ο Letts πραγματοποίησε τρεις βιντεολήψεις, μία από ένα πλοίο και δύο από την αποβάθρα. Παραδόξως, τα γυρίσματα του London Calling αποτέλεσαν και την παρθενική επίσκεψη του Letts στον Τάμεση!

[vii] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο αστυνομικός έλεγχος που υπέστη ο Letts (με τα όπλα στραμμένα κατά πάνω του) μαζί με τον road manager Johnny Green και τον roadie του drummer των Clash το 1980 στα πλαίσια γυρισμάτων του βιντεοκλιπ για το κομμάτι ‘Bankrobber’ στο Lewisham του Λονδίνου. O Johnny κατάφερε να πείσει τους αστυνομικούς ότι επρόκειτο για ένα φοιτητικό project (ισχυρήθηκε ότι ήταν φοιτητές καλών τεχνών) και ότι οι σακούλες ήταν γεμάτες μεν αλλά...με κάλτσες δε! Βέβαια, όπως παραδέχεται και ο ίδιος o Letts, το γεγονός ότι ένοπλοι αστυνομικοί έκαναν ντου στα γυρίσματα του βίντεοκλιπ είχε ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στην δημοτικότητα τόσο του τραγουδιού όσο και της ίδιας της μπάντας φυσικά. (167-8)

[viii] Συγκεκριμένα, οι Strummer και Simonon έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση για τις μπασογραμμές και το αυθεντικό μύνημα της reggae/dub κάτι το οποίο φυσικά είναι παραπάνω από έκδηλο στις μουσικές συνθέσεις των Clash. Σύμφωνα με τον Letts, ο Strummer ανέπτυξε αυτή την εκτίμηση και ενδιαφέρον για τη reggae μουσική και μέσω των δίσκων που έκλεψε από τον Letts (το οποίο, όπως παραδέχεται ο ίδιος, υπήρξε δικιά του αμέλεια).

[ix] Ο ιδιοκτήτης του θρυλικού 100 Club προτίμησε να γίνει το φεστιβάλ Δευτέρα και Τρίτη με την ελπίδα ότι θα έφερνε κόσμο σε δύο κατά τ’άλλα νεκρές μέρες για το club. Οι Clash εμφανίστηκαν την πρώτη μέρα πριν τους Sex Pistols οι οποίοι ήταν και οι headliners της βραδιάς ενώ, σύμφωνα με τον Letts, η βραδιά θα έμενε στην ιστορία για την παρθενική εμφάνιση της Siouxsie Sioux μαζί με τους The Flowers of Romance των Sid Vicious και Marco Pirroni στα ντραμς και την κιθάρα αντίστοιχα. Τη δεύτερη ημέρα εμφανίστηκαν οι Stinky Toys από τη Γαλλία, οι Vibrators, οι Damned και οι Buzzcocks.

[x] Συγγραφέας του αυτοβιογραφικού ‘Clothes, Clothes, Clothes. Music, Music, Music. Boys, Boys, Boys’ (Faber & Faber, 2014). Η Viv Albertine υπήρξε και σύντροφος του Mick Jones για ένα διάστημα και μαζί ερχόντουσαν στο σπίτι του Letts στο Forest Hill όπου άραζαν μαζί με άλλες punk προσωπικότητες της εποχής.

[xi] Βιντεοσκποπημένο υλικό των The Slits από τον Don Letts έχει συμπεριλφθεί και στο ντοκιμαντέρ του William E. Badgley ‘Here to Be Heard: The Story of The Slits’ (2017). Κατά τον Letts «αν δεν τις είχα βιντεοσκοπήσει το 1977 θα ήταν μια μεγάλη απώλεια για την πολιτισμική ιστορία του punk και του μαχητικού φεμινισμού και αυτό γιατί κανένας άλλος δεν ήταν πρόθυμος ή ικανός να τις βιντεοσκοπήσει, και όχι γιατί διέθετα κάποιο ιδιαίτερο προσόν» (107).
https://www.dailymotion.com/video/xv7eb

[xii] “a chain store that was considered a hip place where kids not into hippy style but with a bit of money to spend on clothes hung out [...] the staff was made up of self-described loud queens, obvious dykes, part-time trannies […]” (σελ. 36).

[xiii] Ο Letts βρέθηκε στη Ναμίμπια για τους σκοπούς ενός φιλμ σχετικά με την ημέρα ανεξαρτησίας της χώρας (21 Μαρτίου 1990).

[xiv] Στις αρχές του 1978, έπειτα από τη διάλυση των Sex Pistols κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής περιοδείας τους και μην έχοντας ταξιδέψει με αεροπλάνο πιο μακρυά από την Ελλάδα όπου είχε βρεθεί στη Μύκονο το καλοκαίρι του 1977, ο Letts δέχθηκε με μεγάλη προθυμία να ταξιδέψει παρέα με τον John Lydon, τον φωτογράφο Dennis Morris και την εκδότρια του περιοδικού Sounds, Vivien Goldman στο Κίνγκστον της Τζαμάϊκα. Ο Lydon, ως γνώστης της reggae μουσικής, είχε δεχθεί μία πρόταση από τον Simon Draper της Virgin Records να ταξιδέψει στην πατρίδα της reggae προς αναζήτηση νέων συγκροτημάτων και καλλιτεχνών για τη reggae δισκογραφική Front Line την οποία είχε μαζί με τον Richard Branson (νούμερο ένα στη Virgin τότε). O Don Letts δεν είχε ξαναπάει στη Τζαμάϊκα και ότι γνώριζε για αυτή προερχόταν από το βιογραφικό φιλμ ‘The Harder They Come’ με πρωταγωνιστή τον Jimmy Cliff (1972).

[xv] Το ‘Pass the Dutchie’ των Musical Youth αποτέλεσε το πρώτο βίντεο μαύρων μουσικών που σκηνοθέτησε ο Letts.

[xvi] Το MTV Europe πρωτοξεκίνησε να εκπέμπει το 1987.

[xvii] https://www.thenation.com/article/culture/black-visibility-trauma-media/
   https://www.csmonitor.com/Books/2019/1112/Q-A-with-Darryl-Pinckney-The-paradox-of-black-visibility

Αλέξανδρος Δανιηλίδης (Urbanphone)
κάθε ΣΑΒΒΑΤΟ 22:00 – 24:00 στον Strummer Radio

 

  • Δημιουργήθηκε στις