Τι εννοούμε όταν λέμε «Ο Άνθρωπος με τα Χίλια Πρόσωπα» (Μέρος Β΄)

Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στον χαμαιλεοντικό ηθοποιό Lon Chaney, οι αμέτρητες μεταμορφώσεις του οποίου έχουν μια (έμμεση) σχέση του με το Rock 'n' Roll.

του Γιώργου Δρόσου

συνέχεια από το Μέρος Α΄

Τα τελευταία χρόνια

Η ταινία Tell It To The Marines του 1927 δεν έχει ιδιαίτερη κινηματογραφική αξία, αλλά κατέστησε τον Chaney ιδιαίτερα συμπαθή μεταξύ των Αμερικανών ένστολων. Ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε σχεδόν όλη τη φιλμογραφία του Chaney, ειδικά από τη στιγμή που αναλαμβάνει περισσότερο προβεβλημένους ρόλους -είτε κωμικούς, είτε τρομακτικούς είτε περιπετειώδεις-, ήταν εκείνο του ανεκπλήρωτου έρωτα. Σε μια ιστορία που θυμίζει από τη μία το ερωτικό τρίγωνο του Cyrano De Bergerac και από την άλλη το πρώτο μισό του Full Metal Jacket ή το Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν, ο Chaney παίζει τον υπερβολικά σκληρόπετσο και απελπισμένα –αλλά διακριτικά- ερωτευμένο λοχία-εκπαιδευτή που μένει «μπουκάλα» όταν η γυναίκα που τον ενδιαφέρει επιλέγει έναν κατώτερό του στην ιεραρχία. Αυτή η δισυπόστατη φύση του ρόλου και η άψογη απόδοση και των δύο πλευρών από τον Chaney κατέστησε τον ηθοποιό τόσο δημοφιλή μεταξύ των Αμερικανών Πεζοναυτών που τον έκαναν επίτιμο μέλος τους – ο πρώτος καλλιτέχνης που έλαβε τέτοιου είδους επίσημη αναγνώριση.

Την ίδια χρονιά, ο Chaney γυρίζει μια από τις πιο περιβόητες ταινίες του, περιβόητη παρότι έχει χαθεί εδώ και δεκαετίες. Η υπόθεση του London After Midnight συνδυάζει το υπερφυσικό, βαμπιρικό στοιχείο με εκείνο του αστυνομικού μυστηρίου. Ο σκηνοθέτης, Tod Browning, θα σκηνοθετούσε αργότερα μια από τις πιο γνωστές ταινίες τρόμου όλων των εποχών, τον Δράκουλα (1931), με πρωταγωνιστή τον Bela Lugosi. Έχοντας συνεργαστεί μαζί του σε 10 συνολικά φιλμ, ο Browning προόριζε τον Chaney και για τον ρόλο του γνωστού κόμη (δυστυχώς ο Chaney έφυγε από τη ζωή το 1930 – spoiler). Το London After Midnight διαθέτει μια κάπως εξωφρενική ιστορία –χαρακτηριστικό της φιλμογραφίας και του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή- αλλά και μια μεταμόρφωση-μέσα-στη-μεταμόρφωση: ο καθηγητής/επιθεωρητής Edward C. Burke μεταμφιέζεται τα βράδια σε βαμπίρ, προκειμένου να λύσει το μυστήριο αλλά και να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την παρουσία των υπερφυσικών αυτών όντων στο Λονδίνο.

Λέγεται πως η ταινία δεν ήταν πολύ καλή –όπως προειπώθηκε, δεν έχει διασωθεί καμία κόπια. Αυτό που απομένει είναι κάποιες φωτογραφίες από τα γυρίσματα καθώς και διαφημιστικές αφίσες. Η εικόνα του Chaney ως «βαμπίρ» (“The Man in the Beaver Hat” είναι το προσωνύμιό του) είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές όλης της καριέρας του: προκειμένου να την επιτύχει φορούσε σύρματα γύρω από τα μάτια του, προκειμένου να φαίνονται πιο στρογγυλά, γουρλωτά και τρομακτικά. Το ίδιο έκανε και με το στόμα του, ώστε να είναι πιο ανοικτό, ενώ φόρεσε ψεύτικη μασέλα, αποτελούμενη μόνο από κοφτερά δόντια. Κάθε που σηκώνει τα χέρια του, τα μανίκια του μαύρου παλτού του μοιάζουν σαν φτερά νυχτερίδας. Και βέβαια, έχουμε το ημίψηλο καπέλο, επίσης μαύρο, το φανοστάτη και το μαχαίρι – μια εικόνα που δεν διαφέρει και τόσο πολύ από το πώς φανταζόμαστε και τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη.

Ένας από τους ανθρώπους που πρόλαβαν να δουν την ταινία –κάτοικος Λονδίνου- επικαλέστηκε την υποτιθέμενη αρνητική επιρροή της προκειμένου να δικαιολογήσει έναν φόνο που όντως διέπραξε. Εκτός από αυτό το περιστατικό, η ταινία επηρέασε και τον Groucho Marx, ο οποίος βάσισε το χαρακτηριστικό, σκυφτό περπάτημά του σε εκείνο του ψεύτικου βαμπίρ του Chaney («η ιστορία επαναλαμβάνεται, πρώτα ως τρόμος, μετά ως κωμωδία»). Η πρόσφατη, πολύ καλή ταινία τρόμου The Babadook (2014, σκην. Jennifer Kent) έχει βασίσει το look του ομώνυμου τέρατος σε εκείνο του Chaney στο London After Midnight. Επιπλέον, ο Βρετανός rocker Screaming Lord Sutch βάσισε την εμφάνισή του και την περσόνα του, μεταξύ άλλων, στον “The Man in the Beaver Hat”.

Το 1929, με τον ομιλούντα κινηματογράφο να κάνει πλέον την εμφάνισή του, ο Chaney επιμένει «βωβά», γυρίζοντας το πολύ ενδιαφέρον (πρωτο-νουάρ/hardboiled) αστυνομικό While The City Sleeps, με μια ερμηνεία που έχει να κάνει περισσότερο με την εσωτερικότητα και τα διακριτικά δοσμένα συναισθήματα, παρά με τις ακραίες μεταμορφώσεις. Την ίδια χρονιά, το επίσης βωβό Thunder τον δείχνει ως ηλικιωμένο μηχανοδηγό του οποίου η ψύχωση με την ακρίβεια και τη συνέπεια στα δρομολόγια του προκαλεί μύρια όσα προβλήματα στην προσωπική και επαγγελματική ζωή του. Εκτός από το μακιγιάζ και την κινησιολογία, κατά την προετοιμασία για το ρόλο, ο Chaney φροντίζει να αγοράσει από έναν πραγματικό μηχανοδηγό τη φθαρμένη, πολυκαιρισμένη στολή του (δίνοντάς του ταυτόχρονα μια ολοκαίνουρια) – μια κίνηση a la Method Acting που σίγουρα θα εκτιμούσε πολύ ο προαναφερθείς Daniel Day-Lewis. Στα γυρίσματα της ταινίας, στα χιόνια του Wisconsin και του Illinois (δηλαδή εκτός Χολυγουντιανών στούντιο), ο Chaney παθαίνει κρυολόγημα, το οποίο μετατρέπεται σε πνευμονία και έχει σοβαρό αντίκτυπο στην υγεία του γενικότερα. Το Thunder είναι η τελευταία βωβή ταινία του και η προτελευταία γενικά.

Ο κύκλος κλείνει με το ομιλούν remake του The Unholy Three, όπου ο Chaney έχει αυτή τη φορά τρεις (ή δύο συν έναν) ρόλους, αντί για δύο (ή έναν συν έναν). Το φιλμ είναι το πρώτο ομιλούν του εν λόγω ηθοποιού αλλά και το τελευταίο του γενικά. Χρησιμοποιώντας πέντε διαφορετικές φωνές για τις ανάγκες αυτής της πληθώρας ερμηνειών, υποχρεούται να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση προς κάθε ενδιαφερόμενο/η, πως όλες προέρχονται από τον ίδιο και πως δεν έχουν επιστρατευτεί άλλοι ηθοποιοί για αυτόν τον λόγο. Η ταινία κυκλοφορεί στις 12 Ιουλίου του 1930, αλλά ενάμιση μήνα αργότερα, 26 Αυγούστου, ο Chaney φεύγει από τη ζωή, χτυπημένος από καρκίνο του φάρυγγα.

Ο(ι) Chaney στην pop κουλτούρα

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Lon Chaney είχε έναν γιο, τον Creighton Tully Chaney. Ο τελευταίος έκανε επίσης καριέρα ηθοποιού, πρώτα με το πραγματικό όνομά του και μετά με το σαφώς πιο πιασάρικο (για διάφορους λόγους) Lon Chaney Jr. (πράγμα που σημαίνει πως από τότε κάποιες αναφορές στον πατέρα περιλαμβάνουν και το “Sr.”, προκειμένου να μην υπάρξει μπέρδεμα). Ο Lon Chaney Jr. δεν διέθετε ούτε το ερμηνευτικό εύρος ούτε το ερμηνευτικό βάθος του πατέρα του, ούτε τη μεταφορική ούτε την κυριολεκτική ευκαμψία του. Κατάφερνε ωστόσο να είναι ενίοτε πειστικός, ακόμη και συγκινητικός, αστείος ή φοβιστικός. Δραστηριοποιήθηκε κυρίως στο χώρο των ταινιών τρόμου. Ο πραγματικά μεγάλος ρόλος του είναι στην ταινία The Wolf Man της Universal (1941, σκην. George Waggner) και παραμένει για πολύ κόσμο ο ιδανικός ενσαρκωτής του συγκεκριμένου τέρατος. Όπως και άλλοι ηθοποιοί της γενιάς του και των ειδών που υπηρέτησε, ο Chaney Jr. αναγκάστηκε στο τέλος της ζωής να παίζει σε ολοένα και πιο φτηνές (και φτηνιάρικες) παραγωγές. Δοκίμασε την τύχη του και ως τραγουδιστής, αλλά ούτε εκεί με πολλά αποτελέσματα. Γενικώς, είναι αγαπημένος των fans των ταινιών τρόμου, αλλά δεν χαίρει του σεβασμού ή του θαυμασμού των οποίων χαίρει ο πατέρας του.

Lon Chaney Jr. – Monster Holiday

Μετά το πέρας της ζωής του, η φήμη του Chaney Sr. διατηρήθηκε και με άλλους τρόπους, εκτός από τις ίδιες ταινίες του. Το 1957 γυρίστηκε η ταινία μυθοπλασίας The Man of a Thousand Faces, με θέμα τη ζωή του και πρωταγωνιστή τον σύγχρονό του, αρκετά πιο διάσημο James Cagney – δεν την έχω δει, αλλά δεν έχουν γραφτεί και πολύ καλά πράγματα. Επιπλέον, η προσωπική ζωή του Chaney είναι εν πολλοίς άγνωστη και έτσι πολλά από όσα παρουσιάζονται στην ταινία του 1957 είναι επινοημένα. Το 2000 κυκλοφόρησε το πολύ μεστό σε πληροφορία ντοκιμαντέρ Lon Chaney: A Thousand Faces, με αφηγητή τον Kenneth Brannagh.

Εκατοντάδες άρθρα και πολλά βιβλία έχουν γραφτεί κατά καιρούς για τον Chaney. Καθώς θεωρείται πρωτοπόρος και ως μακιγιέρ και δημιουργός εφέ, τρία από τα βιβλία που τον αφορούν έχουν γραφτεί από τον επίσης φημισμένο σε αυτούς τους δύο τομείς William F. Blake. Αλλά, μιας και είμαστε ένας κυρίως μουσικός σταθμός, ας αναφερθούμε και στο πώς ο Chaney ενέπνευσε διάφορους τραγουδοποιούς, εκτός από τον Screaming Lord Sutch, για τον οποίο μιλήσαμε νωρίτερα.

Η σχέση του horror με το rock είναι έτσι κι αλλιώς πολύ μεγάλη, περίπλοκη και αμφίδρομη. Οι δύο χώροι εμπνέουν και ενίοτε «φιλοξενούν» ο ένας τον άλλον (αμέτρητες οι ταινίες τρόμου στις οποίες πρωταγωνιστούν rock’n’roll, metal ή punk συγκροτήματα). Ο Chaney συμβάλλει -εν αγνοία του, έστω- σε αυτή την παράδοση. Εμπνευσμένο εν μέρει από τον Phil Everly και εν μέρει από την σχεδόν ομότιτλη ταινία τρόμου Werewolf of London του 1935 (στην οποία ΔΕΝ συμμετέχει κανένας από τους δύο Chaney), το “Werewolves of London” του Warren Zevon αναφέρει τόσο τον πατέρα όσο και τον υιό Chaney, αν και το θέμα του τραγουδιού είναι πιο κοντά στη φιλμογραφία του δεύτερου. Πολύ ενδιαφέρον ρυθμικά, με ένα πιανιστικό riff που θυμίζει αμυδρά το “Sweet Home Alabama” και με το φοβερό hook του λυκανθρωπικού γρυλλίσματος, το κομμάτι του Zevon περιεχόταν στο δίσκο Excitable Boy του 1978. Εκτός από τον ίδιο τον τραγουδιστή-τραγουδοποιό συμμετέχουν οι Mick Fleetwood και John McVie (η μόνιμη rhythm section του συγκροτήματος που ιδρύθηκε μεν από τον Peter Green αλλά πήρε το όνομά του από τους δυο τους) και ο γνωστός σεσσιονάς Waddey Wachtel (Stones, Iggy Pop, Linda Rondstadt κ.ά.). Προς έκπληξη των πρωταγωνιστών, το τραγούδι δεν χρησιμοποιήθηκε από τον σκηνοθέτη John Landis στην ταινία Ένας Αμερικανός Λυκάνθρωπος στο Παρίσι του 1981. Ίσως η απάντηση είναι ότι όλα τα τραγούδια του soundtrack έχουν απαραιτήτως τη λέξη moon στον τίτλο, και το κομμάτι του Zevon θα χάλαγε αυτό το μοτίβο.

Warren Zevon – Werewolves of London

“Werewolves of London” είναι και ο τίτλος ενός τραγουδιού από το πρώτο album του Paul Roland με τους Midnight Rags, άλμπουμ το οποίο διαθέτει σχεδόν τον ίδιο τίτλο: Werewolf of London. Δεν πρόκειται για διασκευή στο κομμάτι του Zevon (αν και έχει προφανώς παρόμοια θεματολογία) και δεν αναφέρεται στο Chaney. Ωστόσο, στον ίδιο δίσκο, ο οποίος γενικώς ακουμπά αρκετά στο horror, υπάρχει και ένα κομμάτι με τίτλο “Lon Chaney”, με αναφορές στην πραγματική ζωή (τους κωφάλαλους γονείς, την κατάκοιτη μητέρα) αλλά και στο έργο του ηθοποιού (μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας αλλά και αγωνίας το διαπερνά). Πέντε χρόνια πριν από τον Zevon και επτά πριν από τον Roland, o Garland Jeffreys γράφει το νοσταλγικό “Lon Chaney”, με πιο συγκεκριμένες αναφορές στο έργο του ηθοποιού και ειδικά το Hunchback of Notre Dame. Το κομμάτι δεν είναι το ίδιο με αυτό του Roland, παρότι έχουν τον ίδιο τίτλο/όνομα. Το 2008 οι Vetiver διασκευάζουν το κομμάτι του Jeffreys για το Thing of the Past, το τρίτο άλμπουμ τους, αποτελούμενο αποκλειστικά από διασκευές.

Vetiver – Lon Chaney

Ο πρώτος σταρ καρατερίστας

Απόλυτα δίκαια, στον Chaney έχει αποδοθεί ο τίτλος του πρώτου σταρ καρατερίστα. Το παρόν αφιέρωμα περιέγραψε μόνο λίγες από τις ταινίες στις οποίες εμφανίστηκε. Ανάμεσα στις ταινίες που περιγράφτηκαν παραπάνω, ο L.C. ερμηνεύει πολλούς άλλους ρόλους, με ευφάνταστο μακιγιάζ και κινησιολογίες, δικαιολογώντας απόλυτα τον χαρακτηρισμό του χαμαιλέοντα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτές οι ακραίες, ιδιαίτερα επώδυνες μεταμορφώσεις. Ήταν και η έντονη εσωτερικότητα, οι πολύ διακριτικές αλλά αποτελεσματικές αλλαγές στην έκφραση και τον συναισθηματικό τόνο που έκαναν τον Chaney πραγματικά αξιοθαύμαστο, πραγματικά τρομακτικό ή κωμικό ή εύθραυστο – έναν ηθοποιό που εξέφρασε με εντυπωσιακή ικανότητα και τους φόβους και την ευαλωτότητα των ανθρώπων της γενιάς του. Η πραγματική του σπουδαιότητα έγκειται στο ότι μπόρεσε να προσδώσει ανθρωπιά και στους πλέον κατατρεγμένους, στους πλέον προβληματικούς και μισητούς χαρακτήρες, ή σε ομάδες ανθρώπων που δέχονταν και συνεχίζουν να υπόκεινται ρατσιστικές διακρίσεις. Για παράδειγμα, υποδύθηκε αρκετές φορές τον Κινέζο, και θα είχαμε κάθε δίκιο να τον κατηγορήσουμε για πολιτισμικό σφετερισμό και whitewashing. Ωστόσο, αυτές του οι ερμηνείες, ώθησαν μεγάλο μέρος του κοινού να πάψει να βλέπει με καχυποψία ή μισαλλοδοξία τους Αμερικανούς κινεζικής καταγωγής. Αν δεν υπήρχε αυτή η ανθρωπιά, οι ακραίες αλλαγές στην εμφάνιση, η σχεδόν χορευτική κίνησή του, οι μορφασμοί και όλα τα άλλα θα ήταν απλά τεχνάσματα. Αλλά ο Chaney ήταν κάτι παραπάνω από αυτά. Ήταν ο άνθρωπος με το πρόσωπό σου.

Γιώργος Δρόσος

  • Δημιουργήθηκε στις

Follow Us