Memoirs Are the New Rock ’N’ Roll, Vol. 3: Keef Lives to Tell the Tale(s)
Ο Γιώργος Δρόσος αναλαμβάνει να μας ξεναγεί κάθε μήνα στις σελίδες βιβλίων γραμμένων από αγαπημένους μουσικούς μέσα από τη στήλη Memoirs Are the New Rock ‘N’ Roll. Στο τρίτο "επεισόδιο" συναντάμε το "Life" του Keith Richards.
Ως συνήθως, το φταίξιμο πέφτει στον Bob Dylan. Αν δεν είχε κυκλοφορήσει την αυτοβιογραφία του, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, κι αν η αυτοβιογραφία αυτή δεν είχε προκαλέσει τόσο ντόρο, ίσως οι εκδοτικοί οίκοι του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης (και λοιπών αγγλόφωνων μητροπόλεων) να μην είχαν αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον τους για το συγκεκριμένο είδος βιβλίου: τα απομνημονεύματα του ροκ σταρ. Το παράδειγμα του Dylan και του Keith Richards μιμήθηκαν –τα αμέσως επόμενα χρόνια- μουσικοί όπως ο Rod Stewart, η Debbie Harry, o Pete Townshend, o Robert Forster, ο Moby, η Viv Albertine, o Elton John και πολλοί άλλοι, και πολλές άλλες. Το συγκεκριμένο είδος διαθέτει βέβαια μακρά και πολύ ενδιαφέρουσα παράδοση, όπως, για παράδειγμα, το βιβλίο του Ian Hunter (The Diary of a Rock ‘n’ Roll Star), εκείνο του Bruce Thomas των Attractions (The Big Wheel) ή εκείνο της Patti Smith (Just Kids), αλλά η αυτοβιογραφία κάποιου σαν τον Keith Richards –μεγαλύτερου σταρ από όλους τους προαναφερθέντες και όλες τις προαναφερθείσες, με εξαίρεση ίσως τον Dylan και τον Elton- σου γεννά πολύ μεγαλύτερη προσμονή και περιέργεια. Δεν είναι μόνο το μέγεθος της φήμης του· είναι η ζωή που έχει ζήσει, το γεγονός πως κατάφερε να επιζήσει από τόσες καταχρήσεις, καυγάδες και αυτοκινητιστικά, η σχέση του με τους υπόλοιπους Stones (και ειδικά τον Jagger), οι έρωτες που βίωσε, η υπόθεση του θανάτου του Brian Jones, οι ακραίες φήμες που κυκλοφορούν γύρω από το άτομό του· όλα αυτά συνθέτουν έναν άκρως ενδιαφέροντα σύγχρονο μύθο, και οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί έστω και ακροθιγώς με την pop κουλτούρα και το rock ’n’ roll θα ήθελε να τα διαβάσει από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Ο Richards, που έγραψε το βιβλίο με τη βοήθεια του άγγλου δημοσιογράφου James Fox, αναφέρεται σε όλα αυτά και σε πολλά άλλα, δίνοντας απαντήσεις στις φήμες και καταρρίπτοντας διάφορα μυθεύματα που έχουν βγει προς τα έξω, τα πενήντα χρόνια που βρίσκεται στο προσκήνιο, προσφέροντάς μας μια αυτοβιογραφία χορταστική, που κάνει κάθε αναγνώστη να τον ζηλεύει για αυτά που έχει ζήσει και για το πόσες φορές κατάφερε να ξεγελάσει το θάνατο.
Όχι πως το βιβλίο είναι τέλειο· αυτό που το καθιστά ενδιαφέρον είναι κυρίως το περιεχόμενό του, η ίδια η ιστορία και όχι το πως οι δύο συγγραφείς (ο εξής ένας, δηλαδή, αφού, ας το παραδεχτούμε, τη βρώμικη δουλειά την έκανε, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, ο επαγγελματίας γραφιάς, δηλαδή ο Fox) αφηγούνται την ιστορία αυτή. Το βιβλίο ξεκινά με ένα επεισόδιο από το 1975 -μια ακόμα σύλληψη για κατοχή ναρκωτικών-, γεννώντας στους πιο έμπειρους αναγνώστες την προσδοκία πως θα ακολουθήσει μια μη γραμμική, α λα Προυστ αφήγηση. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα φτηνό τέχνασμα, που ο Fox προφανώς επιστρατεύει ακριβώς για να αποφύγει τις κατηγορίες ότι ξεκινά να λέει την ιστορία από την αρχή της, πράγμα που θα ήταν προβλέψιμο αλλά καθ’ όλα θεμιτό. Κι αυτό γιατί, μετά από το πρώτο κεφάλαιο, που λήγει θετικά για τον πρωταγωνιστή, όλο το υπόλοιπο βιβλίο αφηγείται την ιστορία της ζωής του Richards γραμμικά, από την παιδική του ηλικία ως το θάνατο της μητέρας του. Το δεύτερο κεφάλαιο, αυτό που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της ζωής του Richards είναι βαρετό. Τα στοιχεία παρατίθενται μπερδεμένα, χωρίς λογική συνέχεια και είναι αμφίβολο το κατά πόσον ενδιαφέρουν τον αναγνώστη. Το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο είναι επίσης χωρίς ιδιαίτερο «ζουμί», παρόλο που το τέταρτο αφηγείται την περίοδο που σχηματίστηκαν οι Stones και το πώς έδεσαν σαν μπάντα (περίοδος που έχει αφηγηθεί πιο ικανοποιητικά, πιο διεξοδικά αλλά και ελαφρώς αναξιόπιστα ο James Phelge, συγκάτοικος εκείνο τον καιρό των Jagger, Richards και Jones, στο βιβλίο του Nankering with the Rolling Stones).
Το βιβλίο απογειώνεται όταν απογειώνεται και το ίδιο το συγκρότημα, όταν οι Stones μετατρέπονται από την καλύτερη μπλουζ μπάντα του Λονδίνου (που ήταν άλλωστε και ο πρωταρχικός τους στόχος, σύμφωνα με τον ίδιο το Richards) σε ανταγωνιστές και αντίπαλο δέος των Beatles. Από εκεί και μετά το Life γίνεται απολαυστικό: περιοδείες σε Αγγλία και Αμερική, γνωριμίες με τεράστιους μπλουζίστες και σοουλ-ίστες, καταχρήσεις, ερωτικές συνευρέσεις/αντιζηλίες/προδοσίες, σύνθεση σπουδαίων κομματιών, επικές πωλήσεις, εξαιρετικά συμβόλαια, ταξίδια και σπίτια σε όλον τον κόσμο, κόντρες, θάνατοι, συλλήψεις και δίκες, μαχαιρώματα (κυριολεκτικά και άλλα), αναβιώσεις, συμφιλιώσεις, καταξίωση, πτώσεις από φοινικόδεντρα και βιβλιοθήκες, πάρα πολλή ηρωίνη, αποτοξινώσεις, μεταγγίσεις αίματος, δύο και μόνο γάμοι (ένας για κάθε Glimmer Twin). Ευτυχώς, ο Richards δίνει σημασία σε πράγματα που πρέπει, όπως την αγάπη του για την κιθάρα και την επίμονη προσπάθειά του να εξελιχθεί σε έναν άρτιο μουσικό, τη σύνθεση και την ηχογράφηση όλων αυτών των σπουδαίων τραγουδιών που έγραψε με τον Jagger, τη μακροχρόνια και περίπλοκη σχέση του με τον φρόντμαν του συγκροτήματός του καθώς και με την πρέζα. Αποδεικνύεται ανθρώπινος, έξυπνος, διαβασμένος, αστείος, σκληρός μόνο όταν πρέπει, και πάνω από όλα (για να χρησιμοποιήσω ένα κλισέ του αθλητικού Τύπου) χαλκέντερος, ένας πραγματικός survivor.
Το Over The Rainbow και το The Nearness of You, όπως τα ηχογράφησε ο Keith Richards στο Montreal το 1977, ενώ περίμενε να δικαστεί για κατοχή ναρκωτικών. Σύμφωνα με τα όσα γράφει ο Richards στο Life, o συνθέτης του The Nearness of You, Hoagie Carmichael, του τηλεφώνησε για να τον συγχαρεί, επειδή η εκδοχή του κιθαρίστα των Stones είχε φτάσει πιο κοντά από όλες στο πνεύμα του τραγουδιού.
Η δουλειά που έχει κάνει ο Γιάννης Νένες στη μετάφραση είναι σε γενικές γραμμές καλή. Το κείμενο στέκεται άνετα στην ελληνική του εκδοχή. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες λεπτομέρειες όπου καταλαβαίνεις -σκεπτόμενος πως θα ήταν το κείμενο στο πρωτότυπο-, πως δεν τα έχει πάει άψογα, όπως π.χ. στην ελληνική γραφή κάποιων αγγλικών ονομάτων, στη μετάφραση του αλλοτινού side project του Richards (X-pensive Winos σημαίνει Ακριβοί Μπεκρήδες, όχι Ακριβά Κρασιά), ή στο λάθος που συναντάμε επανειλημμένα -και εν προκειμένω και γενικά- σε σχέση με τη λέξη key (σε μουσικό πλαίσιο, το key δεν αναφέρεται στο κλειδί, αλλά στον τόνο, την κλίμακα˙ για το κλειδί, χρησιμοποιείται και στα αγγλικά το γαλλικό clef). Αλλά, όπως είπα παραπάνω, αυτά είναι λεπτομέρειες.
Αξίζει να διαβαστεί;
Ναι, και όχι μόνο από fans των Stones.
Κιθ Ρίτσαρντς και Τζέιμς Φοξ, Life [Ζωή]. Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2012.
Μετάφραση: Γιάννης Νένες.
Φωτογραφία: Dominique Tari
Σημείωση: Το παρόν κείμενο, σε ελαφρώς διαφορετική μορφή, είχε πρωτοδημοσιευτεί στο ανενεργό πλέον, αλλά σημαντικό μουσικό portal mixtape.gr
Memoirs Are the New Rock ’N’ Roll
- Δημιουργήθηκε στις