Godard Is My Witness: Το «τέλος του σινεμά», οι Stones και ο Διάβολος (μέρος Γ΄)

Με αφορμή τον θάνατο του Jean-Luc Godard, ο Γιώργος Δρόσος «επισκέπτεται» ξανά την ταινία του One Plus One (γνωστή και ως Sympathy for the Devil), γυρισμένη σε ένα κομβικό σημείο για την πορεία του σπουδαίου σκηνοθέτη. (μέρος Γ΄).

Διαβάστε το Α΄μέρος
Διαβάστε το Β΄μέρος

Γροθιά στο αποκατεστημένο
(Συγγνώμη, μου είχε φανεί πολύ αστείο όταν το πρωτοσκέφτηκα)

Τα γυρίσματα τελειώνουν και ο Godard μοντάρει την ταινία. Στην επίσημη πρεμιέρα, όμως, ανακαλύπτει πως το επιτελείο των Stones, σε συνεργασία με την ομάδα της παραγωγής, έχουν προχωρήσει κι αυτοί σ’ ένα δικό τους μοντάρισμα. Η εκδοχή αποτελεί μια προσπάθεια να αποκατασταθεί κάπως ο ρόλος της μπάντας στο όλο δημιούργημα. Έτσι, εκτός από την αφαίρεση δέκα λεπτών υλικού, το “Sympathy for the Devil” ακούγεται στο τέλος, ως φινάλε/αποκορύφωμα, ολόκληρο, στη μορφή που κυκλοφόρησε και στο Beggars Banquet. Βλέποντας αυτές τις αυθαιρεσίες, ο Godard γρονθοκοπεί τον συμπαραγωγό Iain Quarrier και αποχωρεί. Διοργανώνει, το ίδιο κιόλας βράδυ, μια αυτοσχέδια, δωρεάν προβολή της δικής του κόπιας, κάτω από μια γέφυρα του Λονδίνου.

Το τραγελαφικό είναι πως τελικά στις αίθουσες κυκλοφορούν και οι δύο εκδοχές (ενίοτε παίζονται και στον ίδιο κινηματογράφο, η μία μετά την άλλη), γεγονός που προκαλεί σύγχυση στο κοινό και προδιαγράφει την εμπορική αποτυχία του όλου εγχειρήματος. Ως επί το πλείστον, η εκδοχή που παίχτηκε στην Ευρώπη ήταν αυτή του Godard (με τίτλο One Plus One), ενώ στις ΗΠΑ αυτή των Stones (ως Sympathy for the Devil). Ας μην κάνουμε λόγο περί εμπορικής επιτυχίας ή αποτυχίας, καταλαβαίνετε. Πάντως, τελικά, το 2018, και οι δύο παραλλαγές της ταινίας κυκλοφόρησαν από κοινού, αποκατεστημένες, στο ίδιο DVD, από την εταιρεία ABKCO.

Σε κάθε περίπτωση, η ταινία αποτελεί ένα κομβικό σημείο στην πορεία του Godard ως σκηνοθέτη, όχι τόσο για τους πέντε διάσημους πρωταγωνιστές της, όσο για το ότι σηματοδοτεί ένα ακόμα βήμα προς την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και μια ακόμη μεγαλύτερη απόρριψη της μυθοπλασίας προς χάρη ενός κινηματογράφου που προσομοιάζει περισσότερο στο δοκίμιο και το στοχασμό. Έχοντας σταδιακά απορρίψει –με τις δύο αμέσως προηγούμενες ταινίες του- τον ξεκάθαρα αφηγηματικό κινηματογράφο προς χάριν μιας υβριδικής προσέγγισης, ο Godard είχε αποκαλέσει το One Plus One ως την τελευταία bourgeois ταινία του, μιας και ήταν η τελευταία που θα λάβαινε «παραδοσιακή» χρηματοδότηση από οργανωμένες εταιρείες παραγωγής, αλλά και μια από τις τελευταίες που θα κυκλοφορούσε με το όνομά του, προτού να προσχωρήσει στην ομάδα Τζίγκα Βερτόφ (από την οποία έφυγε τελικά το 1972). 

Από την πλευρά των Stones, η εργατικότητα και η μεθοδικότητά τους ως δημιουργών (και φυσικά το φοβερό ενδυματολογικό στυλ τους) αναδεικνύεται στο ακέραιο. Στις πέντε σκηνές όπου εμφανίζεται το συγκρότημα, παρακολουθούμε το τραγούδι –το οποίο ποτέ δεν ακούγεται ολόκληρο, στην εκδοχή που μόνταρε ο ίδιος ο Godard-, να εξελίσσεται από ένα αργό, ψυχεδελικό κομμάτι -στο τότε στυλ των Beatles, των Who και των Thunderclap Newman-, σε κάτι που συνδυάζει τη bossa nova και το gospel κι έπειτα στην τελική, διάσημη μορφή του.

Ως προς αυτό, το Sympathy for the Devil / One Plus One καταφέρνει σε πολύ πιο σύντομο διάστημα να αναδείξει στοιχεία που αναδεικνύονται -ίσως με πιο γλαφυρό αλλά και πιο προβληματικό τρόπο- και στο Let it Be και το Get Back των Beatles χρειάζονται σχεδόν δύο και οκτώ ώρες αντίστοιχα να πουν (χωρίς να σημαίνει πως δεν είναι άξια παρακολούθησης). Παρεμπιπτόντως, ένα χρόνο πριν από την περίφημη συναυλία των Fabs στην ταράτσα του κτιρίου της Apple, ο Godard είχε σκηνοθετήσει τους Jefferson Airplane να παίζουν σε μιαν άλλη ταράτσα, στη μακρινή Νέα Υόρκη.

Παρά την αντιπάθεια που ανέπτυξε εφ’ εξής ο Jagger προς το πρόσωπο του Godard (αποκαλώντας τον δημοσίως “twat”, σε ελεύθερη μετάφραση ηλίθιο ή κόπανο ή ό,τι άλλο συναφές σας έρχεται στο νου), λίγο καιρό αργότερα έπαιξε για πρώτη φορά σε ταινία μυθοπλασίας, και μάλιστα μια ταινία η οποία επίσης παραβιάζει με πολύ δημιουργικό, έως και φαντασμαγορικό τρόπο τους κανόνες της αφήγησης, του μοντάζ, της πραγματικότητας – το Performance των Nicolas Roeg και Donald Cammell. Κατά τα άλλα, οι προσπάθειες των Stones να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους ως συγκροτήματος και στον κινηματογράφο (με τον ίδιο τρόπο που είχαν κάνει νωρίτερα και οι, σωστά μαντέψατε, Beatles), στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970, δεν στέφθηκαν με ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία, αλλά, κινηματογραφικά, είναι όλες πολύ εντυπωσιακές.

Το Rock ‘n’ Roll Circus, γυρισμένο το 1968, από τον Michael Lindsay-Hogg (σκηνοθέτη του Let it Be και άρα του υλικού το οποίο ξαναμόνταρε ο Peter Jackson ως Get Back), έμεινε εκτός κυκλοφορίας για σχεδόν τριάντα χρόνια. Φημολογείται πως αιτία γι’ αυτό υπήρξε το γεγονός πως η performance των καλεσμένων των Stones στην ταινία, The Who, επισκίασε όλες τις υπόλοιπες.

Το Cocksucker Blues, του Robert Frank, ακόμα δεν έχει κυκλοφορήσει κανονικά, αν και διάφορες bootleg κόπιες του εμφανίζονται κατά καιρούς. Και το Gimme Shelter, των επίσης πρωτοπόρων αδερφών Maysles και της Charlotte Zwerin, αφηγείται την ιστορία της περιοδείας τους στις ΗΠΑ, στα τέλη του 1969, περιοδείας που έληξε με ένα από τα πιο ζοφερά γεγονότα στην ιστορία της μουσικής του 1960, τη δολοφονία του Meredith Hunter απ’ τους Hell’s Angels στο Altamont. Εξαιρετικά πειραματικό και αυτό, είναι ίσως παραγνωρισμένο, ακριβώς λόγω αυτού του προαναφερθέντος εγκλήματος, το οποίο θεωρείται πως έβαλε την οριστική ταφόπλακα στην αισιοδοξία και την πολυχρωμία των sixties.

Bonus: η πολύπλευρη σχέση του Alphaville με την popular μουσική

Το Alphaville (1965) κρατά έτσι κι αλλιώς μια ξεχωριστή θέση στη φιλμογραφία του Godard, καθώς είναι από τις σπάνιες φορές που ο σκηνοθέτης καταπιάστηκε με το είδος της επιστημονικής φαντασίας, συνδυάζοντάς το εν προκειμένω με εκείνο του νέο-νουάρ – πάντα με το δικό του στυλ αφήγησης, το οποίο αποδεικνύεται εξαιρετικά κατάλληλο να αποδώσει τον παραλογισμό μιας δυστοπίας ή, αν προτιμάτε, μια δυστοπία του παραλόγου (καθόλου τυχαία, μια από τις βασικές πηγές έμπνευσης του Godard για τη συγκεκριμένη ταινία, μαζί με τον Cocteau και τον Fritz Lang, ήταν η διασκευή του O. Welles στη Δίκη του Κάφκα (1962), δηλαδή, σε ένα βιβλίο του κατεξοχήν, ίσως, πορτρετίστα του παραλόγου).

Πέρα από την επίδραση που είχε σε κατοπινές κινηματογραφικές παραγωγές, το φιλμ του Γκοντάρ άσκησε και έμμεση ή άμεση επιρροή και στην popular μουσική. Η περίπτωση της μπάντας των Alphaville είναι ένα προφανές παράδειγμα. Η σουηδική μπάντα Alpha 60 έχει ονομαστεί έτσι από τον «κακό» της ταινίας, δηλαδή το ομώνυμο κομπιούτερ.

Εκτός αυτού, οι Cranberries –αλλά και η pop τραγουδίστρια και τα τελευταία χρόνια τηλεοπτική παρουσιάστρια Kelly Clarkson- απέτισαν φόρο τιμής στην αισθητική της ταινίας σε μουσικά βίντεο για τραγούδια τους (το “Linger” και το “One Word” αντίστοιχα). Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με το εξώφυλλο του –πάρα πολύ καλού- άλμπουμ του Robert Palmer Sneaking Alley Through The Alley (1975).

Ο Bryan Ferry έχει κι αυτός ένα τραγούδι ομότιτλο με την ταινία (από τον δίσκο Olympia του 2010). Σειρές όπως το Star Trek, αλλά και συγγραφείς όπως ο Salman Rushdie και Harumi Murakami έχουν κάνει αναφορές στο φιλμ του Godard. Ακόμα και ένα προάστιο του Sao Paulo στη Βραζιλία έχει λάβει το όνομά του από την ταινία (καθώς πρόκειται για προάστιο πλουσίων, μπορεί το όνομα αποδειχτεί προφητικό για τον έλεγχο και την αστυνόμευση που ίσως επιβληθεί κάποια στιγμή εντός του, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί μακριά η κατ’ αυτούς «πλέμπα»).

Αλλά την πιο ενδιαφέρουσα ιστορία για την αλληλεπίδραση του Alphaville με την pop μουσική την αφηγήθηκε στο Instagram ο κιθαρίστας των Blondie, Chris Stein. Πολύ καλός φωτογράφος, εκτός από μουσικός, ο Stein ανήρτησε μια φωτογραφία του Robert Fripp μαζί με την Debbie Harry (ή της Debbie Harry μαζί με τον Robert Fripp), λέγοντας πως επρόκειτο για καρέ από δοκιμαστικό, για το remake που ετοίμαζαν οι τρεις τους, μαζί με τον σκηνοθέτη Amos Poe, στο επίμαχο φιλμ του Godard (κατά πάσα πιθανότητα με τον Fripp στον ρόλο του Eddie Constantine και τη Harry στο ρόλο της Anna Karina).

Εξασφάλισαν έναντι χιλίων ευρώ τη σχετική άδεια από τον σκηνοθέτη, μόνο και μόνο για να μάθουν πως τους είχε δουλέψει ψιλό γαζί, μιας και τα δικαιώματα δεν του ανήκαν και άρα δεν μπορούσε ούτε να τους αδειοδοτήσει ούτε να τους απαγορεύσει να προχωρήσουν σε ένα τέτοιο project. Αν δεν κάνω λάθος, οι Stein και Fripp χρησιμοποίησαν μια φωτογραφία από το ίδιο session, τραβηγμένη από τον πρώτο, και απεικονίζουσα τον δεύτερο, για το εξώφυλλο του –επίσης πάρα πολύ καλού- σόλο ντεμπούτου του κιθαρίστα των King Crimson, με τίτλο Exposure. Σε κάθε περίπτωση, ο Stein δεν έδειξε να κρατά κακία στον εκλιπόντα υπέρ-auteur. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε;


Πηγές:
Νίκος Κολοβός
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Οπλισμένες Κάμερες
Βασίλης Ραφαηλίδης
Εύα Στεφανή
John Berger
Gary Elshaw
Βικιπαίδεια και Βικιπαίδεια και Βικιπαίδεια
Eye Magazine
Knews Media
LA Film Forum
+
Όλες όσες βρίσκονται εντός του κειμένου ως (υπερ)σύνδεσμοι

(ΤΕΛΟΣ)

Γιώργος Δρόσος

 

  • Δημιουργήθηκε στις

Follow Us