
Stuart Sutcliffe: Ο άνθρωπος που άφησε πίσω του τους Beatles
Το ότι –ειδικά τη δεκαετία του 1990– ο Αλέξης Μάρδας παρουσιαζόταν από τα ελληνικά ΜΜΕ ως «ο 5ος Beatle» είναι αποδεικτικό όχι μόνο του πόσο βαθιά έχει ριζώσει η ψευδαίσθηση «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, έναν Έλληνα θα βρεις»
και η παραλλαγή της, «όλα από εμάς τα πήρανε οι Αρκουδέηδες», αλλά και του πόσο εύκολα και πόσο αβάσιμα το ντόπιο μιντιακό/πολιτικό/οικονομικό mainstream συγχαίρει τα μέλη του –ή όποι@ άλλ@ κρίνει άξι@– για επιτεύγματα που είτε δεν σημειώθηκαν ποτέ είτε, ακόμα κι αν σημειώθηκαν, δεν άξιζαν τόσους επαίνους και τόση προβολή.
Ναι, ο Αλέξης Μάρδας (“Magic Alex”) είχε μια κάποια σχέση με τους Beatles, κατά τα τελευταία χρόνια της κοινής τους πορείας ως συγκροτήματος. Ωστόσο, η συμμετοχή του στον ευρύτερο κύκλο τους καθώς και στην εταιρεία τους, την Apple, ήταν τόσο κενή ουσίας που οι μετέπειτα αναφορές σε αυτή δεν κολάκευαν ούτε τον ίδιο ούτε καν τους Fabs (για του λόγου το αληθές, αξίζει να ρίξετε μια ματιά στο The Beatles Anthology, το ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε συνοδευτικά με την ομότιτλη συλλογή). Από την άλλη, η λίστα με τους εντός εισαγωγικών 5ους Beatles –τους ανθρώπους που όντως συνέβαλαν δημιουργικά, συναισθηματικά, επιχειρηματικά, πρακτικά σε αυτό το πρωτόγνωρο τότε και για πάντα ανεπανάληπτο καλλιτεχνικό φαινόμενο– είναι τόσο μεγάλη, που ο Μάρδας με το ζόρι θα πλασαριζόταν στην πρώτη πενηντάδα.
Αλλά εκτός από όλους αυτούς καθώς και την ίδια την αγία τετράδα των John-Paul-George-Ringo, υπήρξαν μερικοί άνθρωποι που όντως χρημάτισαν, με τη βούλα, μέλη της μπάντας. Για παράδειγμα, οι Tommy Moore και Norman Chapman έπαιξαν –προσωρινά, το καλοκαίρι του 1960– ντραμς με τους Beatles (τότε γνωστούς ως The Silver Beetles), προτού εκείνοι κατασταλάξουν στον πρώτο «επίσημο» κρουστό τους, τον Pete Best (βλ. και παρακάτω). Ο επίσης ντράμερ Jimmie Nicol έπαιξε με την μπάντα όταν εκείνη ήταν πλέον παγκοσμίως πασίγνωστη, αντικαθιστώντας τον Ringo για οκτώ συναυλίες κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας του 1964. Ο Chas Newby έπαιξε μπάσο μαζί τους για λίγο, το Δεκέμβριο του 1960, απουσία του τότε μόνιμου μέλους Stuart Sutcliffe – ως εκ τούτου, ο Newby υπήρξε ο πρώτος αριστερόχειρας μπασίστας που βρέθηκε ποτέ στις τάξεις του συγκροτήματος.
Αλλά οι Beatles ξεκίνησαν όντως ως πεντάδα και σε αυτήν συμπεριλαμβάνονταν, εκτός από τους Lennon, McCartney και Harrison, και οι προαναφερθέντες Pete Best (1960-1962) και Stuart Sutcliffe (1960-1961). Ο Best εκδιώχθηκε από την μπάντα με τρόπο κάπως απότομο – τον καληνύχτισαν σαν να μη συμβαίνει τίποτα μετά από μια συναυλία στις 15 Αυγούστου του 1962 και την επομένη ο ντράμερ έλαβε ενημέρωση απ’ τον Brian Epstein πως δεν ήταν πια Beatle. Η «επίσημη», «ιστορικά αποδεδειγμένη» εξήγηση για την αντικατάστασή του Best από τον Ringo επικαλείται το δήθεν περιορισμένο μουσικό ταλέντο του πρώτου. Εκδιωγμένος λίγους μήνες προτού η μπάντα αρχίσει να γίνεται διάσημη, ο Best πέρασε χρόνια και χρόνια προσπαθώντας να ξεπεράσει αυτή τη νίλα, φτάνοντας μέχρι και την απόπειρα αυτοκτονίας, και το γεγονός πως κατάφερε να διατηρήσει τα λογικά του και την αξιοπρέπειά του αποτελεί ένα παράδειγμα για όλ@. Όπως είδαμε και παλιότερα, μια κάποια λύτρωση και δικαίωση ήρθε για τον Best με την κυκλοφορία της συλλογής The Beatles Anthology, αλλά και μέσα από το βίντεο του πρόσφατου τραγουδιού “Now and Then”*.
Η ίδια συζήτηση περί ανεπαρκών ικανοτήτων έχει γίνει και για τον Stuart Sutcliffe, αν και διάφοροι αυτήκοοι μάρτυρες έχουν εκφραστεί ευμενώς για το παίξιμό του. Ένας εξ αυτών είναι ο ίδιος ο Best, ένας άλλος ο εικαστικός και μουσικός Klaus Voormann (επίσης υποψήφιος για τον τίτλο του πέμπτου Beatle). Οι υπάρχουσες ηχογραφήσεις της μπάντας με τον Sutcliffe, όπως αυτές που συμπεριλήφθηκαν στο Anthology, δεν είναι αρκετά υψηλής ποιότητας ώστε να μπορείς να ακούσεις ξεκάθαρα το παίξιμό του, καλό ή κακό.
Οι Beatles με τον Sutcliffe στο μπάσο, σε μια μάλλον κακή ηχογράφηση του κλασικού κομματιού του Ray Charles
*
Πάντως, είτε «άμπαλος» είτε ικανός, ο Sutcliffe μάλλον ποτέ δεν σκέφτηκε σοβαρά το ενδεχόμενο να γίνει (επαγγελματίας) μπασίστας, αν και είχε ασχοληθεί με τη μουσική παιδιόθεν και ποικιλότροπα. Γεννημένος στο Εδιμβούργο τον Ιούνιο του 1940 και μεγαλωμένος στο Λίβερπουλ, ο Stuart Fergusson Victor Sutcliffe (όπως ήταν το πλήρες όνομά του) είχε λάβει μαθήματα πιάνου, είχε τραγουδήσει σε εκκλησιαστική χορωδία, είχε παίξει τρομπέτα στην εθελοντική οργάνωση Air Training Corps, είχε μάθει κάποιες συγχορδίες στην κιθάρα από τον πατέρα του.
Αν η μουσική ήταν γενικώς μια περιστασιακή ασχολία η οποία κατέλαβε κεντρικό χώρο στη ζωή του και στο μυαλό του μόνο για ένα συγκεκριμένο διάστημα, κάποιες άλλες τέχνες φαινόταν να τον ελκύουν περισσότερο. Ως έφηβος αλλά και στα πρώτα χρόνια της ζωής του πειραματίστηκε με τη συγγραφή και υπήρξε αδηφάγος αναγνώστης. Αλλά ειδικά η ζωγραφική ήταν εκείνη στην οποία ο Sutcliffe επέδειξε μεγάλο ταλέντο από μικρή ηλικία.
Στα 16 του εισήχθη στο Liverpool College of Art, στο οποίο διέπρεψε ως φοιτητής, αλλά και στο οποίο γνώρισε τον John Lennon, το 1959. Οι δυο τους κατέληξαν να συγκατοικήσουν το 1960 και, όταν ο Sutcliffe πούλησε το πρώτο του έργο έναντι 65 λιρών (ποσό που τότε αναλογούσε σε έξι με επτά βδομαδιάτικα), πείστηκε από τους Lennon και McCartney να επενδύσει τα χρήματα σε ένα μπάσο Hofner. Με αυτό το νέο απόκτημα έγινε μέλος της μπάντας που είχαν με τον φίλο τους, George Harrison, πρώτα ανεπίσημα (το Γενάρη του 1960) και τελικά επίσημα, το Μάιο του 1960, σε μια περιοδεία στη Σκωτία που είχε κλείσει ο ίδιος. Η μπάντα είχε ονομαστεί “The Beatals”, μετά από μια «σύσκεψη» μεταξύ του Lennon, της μετέπειτα πρώτης συζύγου του, Cynthia Powell, και του Sutcliffe στην pub Renshaw Hall, το Γενάρη του 1960. Τέσσερις μήνες αργότερα μετονομάστηκαν σε The Silver Beetles, τον Ιούλιο έγιναν The Silver Beatles, και, όταν έφτασαν στο Αμβούργο, τον Αύγουστο του 1960, είχαν πλέον καταλήξει στο The Beatles.
Ο συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος είχε κάποτε παρομοιώσει πολύ εύστοχα τα χρόνια των Beatles στο Αμβούργο με εκείνα του Χριστού στην έρημο – μια περίοδο προετοιμασίας για το μεγαλείο, μέσα από συνεχείς δοκιμασίες. Οι καθημερινές (εξάωρες και βάλε) συναυλίες που έδιναν εκεί τους βοήθησαν να «δέσουν» ως μπάντα, να αναπτύξουν περισσότερο το ρεπερτόριό τους, να εξοικειωθούν με άλλα είδη και, τελικά, να κάνουν την πρώτη επίσημη ηχογράφησή τους, η οποία οδήγησε στο να τους «ανακαλύψει» ο μετέπειτα μάνατζέρ τους, Brian Epstein.
Εκτός απ’ αυτά, όμως, το Αμβούργο υπήρξε καθοριστικό για τις ζωές των Beatles –και ειδικά του Sutcliffe– και επειδή χάρη σε αυτό γνώρισαν δύο από τα πιο σημαντικά πρόσωπα στη θρυλική πορεία τους.
Ο Klaus Voorman βρισκόταν στα χωρίσματα με την Astrid Kirchherr όταν, εκείνο το βράδυ του Οκτωβρίου, περιπλανήθηκε στην κακόφημη περιοχή St. Pauli και, αντί να πάει σινεμά, επέλεξε να κατέβει τα σκαλιά του υπόγειου κλαμπ Kaiserkeller και να δει-ακούσει μια μπάντα που τον μαγνήτισε με την παρουσία της με τον ίδιο τρόπο που μερικά χρόνια αργότερα θα μαγνήτιζε και ολόκληρο τον πλανήτη. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του Voormann για αυτήν την ανακάλυψη που φρόντισε να επιστρέψει στο Kaiserkeller το επόμενο βράδυ – αυτήν τη φορά μαζί με την Kirchherr και τον φίλο τους, Jurgen Vollmer.
Αν για τον Voormann η συνάντηση με τους Beatles τού χάρισε μερικούς ισόβιους φίλους –αλλά και περιστασιακούς συνεργάτες–, για την Kirchherr η γνωριμία με την μπάντα τής πρόσφερε όχι μόνο αυτά, αλλά και το μεγαλύτερο έρωτα της έως τότε ζωής της, στο πρόσωπο του ντροπαλού μπασίστα με τα γυαλιά Rayban και το κούρεμα που θύμιζε τον James Dean – και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.
Το φημισμένο εξώφυλλο του Revolver, έργο του Klaus Voormann
Οι Beatles κατέφτασαν στο Αμβούργο στις 17 Αυγούστου 1960, με σκοπό να δουλέψουν στο Indra Club της περιοχής St. Pauli. Η σύνθεση του συγκροτήματος είχε οριστικοποιηθεί λίγες μέρες πριν, με την πρόσληψη του Pete Best ως ντράμερ. Είχαν ταξιδέψει στριμωγμένοι σε ένα βανάκι με άλλα πέντε άτομα: τον ανεπίσημο μάνατζέρ τους, Allan Williams, τη σύζυγό του, Beryl, τον αδερφό της, Barry Chang, τον promoter και μουσικό από το Τρινιντάντ Lord Woodbine (ή Harold Philips, έναν ακόμη μέντορα για τους Beatles, στα πρώτα χρόνια της μπάντας) και τον Georg Sterner, μετέπειτα εργαζόμενο στα κλαμπ του Bruno Koschmider, του ανθρώπου που είχε προσλάβει την μπάντα. Η πρώτη τους συναυλία στην πόλη έλαβε χώρα το ίδιο βράδυ, στο Indra.
Οι Beatles το πρώτο βράδυ τους στο Indra. Άγνωστος φωτογράφος.
Παρά την εικόνα των «καθωσπρέπει νεαρών» που είχαν, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό της διασημότητάς τους (εικόνα που είχε επιβάλει ο μάνατζέρ τους, Brian Epstein), οι Beatles πέρασαν τις πρώτες δεκαετίες της ζωής τους σε υποβαθμισμένες, σκληροτράχηλες περιοχές – κι αυτό ισχύει και για το Λίβερπουλ για το Αμβούργο. Στην αρχή της περιπέτειάς τους στη γερμανική πόλη, οι χώροι εργασίας τους (κακόφημα κλαμπ με παραβατικούς, μεταξύ άλλων, θαμώνες) αλλά και ο χώρος διαμονής τους (ένα δωμάτιο δίπλα στις τουαλέτες ενός κινηματογράφου, με τέσσερα κρεβάτια για πέντε άτομα, χωρίς νερό και χωρίς θέρμανση) ήταν κάθε άλλο παρά ρόδινοι.
Κι έπειτα ήταν και οι συνθήκες της ίδιας της δουλειάς: πολύωρες εμφανίσεις με ελάχιστα διαλείμματα και όχι ιδιαίτερα πολλά χρήματα ως αμοιβή. Κι όμως, οι πέντε Beatles κατάφεραν να επιβιώσουν και να αποκτήσουν όνομα – πρώτα στο Indra και, όταν αυτό έκλεισε, τον Οκτώβριο του 1960, στο κοντινό Kaiserkeller, επίσης ιδιοκτησίας Koschmider.
Λόγω της εμφάνισης και του ιδιαίτερου στυλ του, ο Sutcliffe έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στις γυναίκες και τους γκέι άντρες που επισκέπτονταν τα δύο κλαμπ, και, όπως προαναφέρθηκε, στο Kaiserkeller ήταν που γνώρισε την κοπέλα που τράβηξε περισσότερο από κάθε άλλη το ενδιαφέρον του, την Astrid Kirchherr. Παρά το γεγονός πως εκείνος δεν γνώριζε καλά γερμανικά ούτε εκείνη καλά αγγλικά και παρά τη μέχρι πρότινος σχέση της Astrid με τον Voormann (ο οποίος είχε επίσης προστεθεί στον κύκλο των Beatles), οι δυο τους έγιναν γρήγορα ζευγάρι και αρραβωνιάστηκαν δύο μήνες αφότου γνωρίστηκαν.
Ντυμένη μόνιμα στα μαύρα λόγω της αγάπης της για τους Γάλλους υπαρξιστές και εκκολαπτόμενη καλλιτέχνιδα και η ίδια, η Kirchherr συνέδεσε το όνομά της όχι μόνο χάρη στον έρωτά της με τον Sutcliffe και τη φιλία της με τους υπόλοιπους, αλλά και χάρη στα ατμοσφαιρικά, γεμάτα εκφραστικότητα και μυστήριο πορτρέτα των Beatles – φωτογραφικά έργα μεγάλης ιστορικής σημασίας αλλά και υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, που τραβήχτηκαν στο λούνα παρκ Heilingengeistfeld του Αμβούργου, καθώς και στη σοφίτα του σπιτιού της.
Κι ενώ όλα έδειχναν να κυλούν ρόδινα και για το ζευγάρι και για το συγκρότημα, οι Beatles εκδιώχθηκαν από το Αμβούργο. Καταπονημένοι από τις συνθήκες εργασίας και διαμονής τους, αθέτησαν το συμβόλαιό τους με τον Koschmider και έκλεισαν συμφωνία με το Top Ten Club του Peter Eckhorn, ο οποίος τους πρόσφερε διαμονή σε διαμέρισμα, καλύτερες συνθήκες εργασίας και περισσότερα λεφτά. Άρχισαν να δουλεύουν εκεί το Νοέμβριο του 1960. Ο Koschmider δεν το πήρε πολύ καλά. Ως αντίποινα κατήγγειλε αρχικά τον George Harrison ως παράνομα εργαζόμενο ανήλικο (παρόλο που ο ίδιος τον είχε προσλάβει αρχικά). Ο κιθαρίστας απελάθηκε στις 21 Νοεμβρίου. Ο McCartney και ο Best ακολούθησαν λίγο αργότερα όταν έβαλαν κατά λάθος φωτιά στον κινηματογράφο που τους φιλοξενούσε μέχρι πρότινος. Απελάθηκαν την 1η Δεκεμβρίου. Ο Lennon έχασε την άδειά του λίγες μέρες αργότερα. Μόνο ο Stuart παρέμεινε προσωρινά στη Γερμανία, λόγω ασθένειας αλλά και λόγω της Astrid. Επέστρεψε στο Λίβερπουλ το Γενάρη του 1961 και ξανάρχισε να παίζει με τους Beatles. Εκείνη την περίοδο συνέβη και κάτι μάλλον μοιραίο: δέχτηκε επίθεση από μια ομάδα Teddy Boys, οι οποίοι, μεταξύ άλλων του κατάφεραν και κλωτσιές στο κεφάλι. Διασώθηκε χάρη στο Lennon και τον Best.
Η άδεια εργασίας του Lennon για τις πρώτες εμφανίσεις της μπάντας στο Αμβούργο
Οι Beatles ξαναπήγαν στο Αμβούργο τον Απρίλιο του 1961, αρχίζοντας ξανά τις εμφανίσεις στο Top Ten Club, με τον Stuart πάντα στο μπάσο. Στις 22 Ιουνίου έκαναν την πρώτη τους επαγγελματική ηχογράφηση συνοδεύοντας τον Tony Sheridan σε διάφορες διασκευές για το album “My Bonnie”. Κατά τη διάρκεια του session οι Beatles ηχογράφησαν και το ορχηστρικό “Beatle Bop” ή αλλιώς “Cry for a Shadow”, σύνθεση των Lennon και Harrison. Ο Sutcliffe ήταν παρών στο studio, αλλά δεν έπαιξε (τον αντικατέστησε ο McCartney). Το “My Bonnie” κυκλοφόρησε και ως single, αρχικά υπό το όνομα Beat Brothers και έπειτα υπό το όνομα Tony Sheridan and The Beatles. Το single αυτό στάθηκε αργότερα η αφορμή για να αναζητήσει τους Beatles ο μετέπειτα μάνατζέρ τους, Brian Epstein, όταν, τον Οκτώβριο του 1961, ένας νεαρός εμφανίστηκε στο NEMS, το δισκάδικο της οικογένειας Epstein, και του παρήγγειλε το εν λόγω σαρανταπενταράκι.
To “My Bonnie” από τον Tony Sheridan και τους Beatles
Ωστόσο, για τον Sutcliffe είχε φτάσει ο καιρός να επιλέξει τι πραγματικά ήθελε να κάνει στη ζωή του και αυτό ήταν η ζωγραφική. Τον Ιούλιο του 1961 αποχώρησε οριστικά από την μπάντα (ήδη υπήρχαν εντάσεις μεταξύ του ιδίου και των Lennon και McCartney) και, ενώ οι Beatles επέστρεψαν στο Λίβερπουλ, εκείνος έμεινε στο Αμβούργο και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αμβούργου, κερδίζοντας υποτροφία λίγο καιρό αργότερα.
Δάσκαλός του για τους επόμενους μήνες υπήρξε ο Eduardo Paolozzi, επίσης Σκωτσέζος και πρωτοπόρος της pop art. Κατά βάση γλύπτης, ο Paolozzi ενέπνευσε τον Sutcliffe –τον οποίο θεωρούσε από τους πιο προικισμένους φοιτητές του– να πειραματιστεί και με άλλα μέσα, όπως η γλυπτική και ο κινηματογράφος. Αλλά ο Stuart συνέχισε επίσης να ζωγραφίζει μανιωδώς στη σοφίτα που του είχε παραχωρήσει η μητέρα της Astrid. Αν και πειραματίστηκε με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και με τα κολάζ, ειδικά τα παραστατικά έργα του είναι αξιοθαύμαστα.
Το εξώφυλλο του Red Rose Speedway των Wings, έργο του Eduardo Paolozzi
Αυτή η περίοδος δημιουργικότητας συνοδεύτηκε, δυστυχώς, και από αλλεπάλληλα προβλήματα υγείας. Ήδη από τον Γενάρη του 1961, περίοδο κατά την οποία δέχτηκε την επίθεση από τους Teddy Boys, ο πρώην μπασίστας παρουσίαζε διάφορα ανησυχητικά συμπτώματα – πονοκεφάλους, ζάλη, εξάντληση, δυσθυμία. Όλα αυτά τα συμπτώματα κορυφώθηκαν στο κώμα στο οποίο υπέπεσε στις 10 Απριλίου 1962. Καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο, ξεψύχησε στην αγκαλιά της αγαπημένης του Astrid.
Το πώς προέκυψε η εγκεφαλική αιμορραγία που οδήγησε στο θάνατο του Stuart Sutcliffe δεν έχει διαπιστωθεί έως σήμερα. Ο Albert Goldman, συγγραφέας που είχε αναλάβει –χωρίς να του το ζητήσει κανείς– να αποκαθηλώσει και τον Lennon και τον Elvis μέσα από βιτριολικές βιογραφίες που τους παρουσίαζαν λίγο-πολύ ως τέρατα, προσπάθησε να ρίξει το φταίξιμο για το χαμό του Stuart στον John. Συγκεκριμένα, στο βιβλίο του The Lives of John Lennon ο Goldman περιγράφει μια σκηνή κατά την οποία ο Lennon παθαίνει μια αψυχολόγητη και απρόκλητη έκρηξη οργής και, την ώρα που περπατά σ’ έναν δρόμο του Αμβούργου με τον Sutcliffe, αρχίζει να ξυλοκοπά τον πρώην μπασίστα, σωριάζοντάς τον στο έδαφος και κλωτσώντας τον στο κεφάλι – γεγονός που υποτίθεται πως προκάλεσε την εγκεφαλική αιμορραγία και εν τέλει το θάνατο του Sutcliffe. Όπως προαναφέρθηκε, ο Sutcliffe είχε όντως πέσει θύμα επίθεσης περίπου ένα χρόνο πριν πεθάνει, δεχόμενος χτυπήματα στο κεφάλι, αλλά ο Lennon ήταν εκείνος που τον έσωσε, μαζί με τον Pete Best – όχι εκείνος που τον χτύπησε.
*
Τον Απρίλιο του 1962 οι Beatles επέστρεψαν στο Αμβούργο. Στο αεροδρόμιο τους υποδέχτηκε η Kirchherr με τα κάθε άλλο παρά χαρμόσυνα νέα του θανάτου του Stuart. Το γεγονός σόκαρε τα μέλη του συγκροτήματος και ειδικά για τον Lennon η απώλεια υπήρξε σχεδόν αβάσταχτη. Αποτραβήχτηκε στον εαυτό του, γέμισε με φωτογραφίες και σημειώματα του Stuart το δωμάτιό του, άρχισε να πίνει ανεξέλεγκτα και να μπλέκει σε καυγάδες. Αλλά ίσως η πιο έντονη εκδήλωση της απόγνωσης που τον είχε κατακλύσει έλαβε χώρα στις 13 Απριλίου του 1962, κατά την πρώτη μετά από καιρό εμφάνιση της μπάντας στο Top Ten Club. Ντυμένος καθαρίστρια, ο Lennon ανέβηκε στη σκηνή και βάλθηκε να καθαρίζει τα μικρόφωνα και τις μασχάλες των άλλων Beatles, βγάζοντας άναρθρους ήχους. Για τους ανθρώπους που το αντίκρισαν, όπως ο Klaus Voormann, το θέαμα υπήρξε ταυτόχρονα κωμικό και τραγικό, μια χιουμοριστική έκφραση ακραίας οδύνης.
Οι Beatles συνέχισαν να παίζουν στο Top Ten Club και αργότερα στο Star Club του Αμβούργου. Όπως προειπώθηκε, τον Αύγουστο του 1962 αντικατέστησαν ξαφνικά τον Pete Best με τον παλιό τους γνώριμο από το Αμβούργο, επίσης μεγαλωμένο στο Λίβερπουλ Ringo Starr και λίγους μήνες μετά ξεκίνησε η απερίγραπτη φήμη τους.
Η επιρροή του Sutcliffe και πριν και μετά τον θάνατό του υπήρξε μεγάλη για τους υπόλοιπους Beatles. Πριν από το Αμβούργο, το διαμέρισμά του στο Λίβερπουλ υπήρξε καταφύγιο για τον John, τον Paul και τον George, ένα μέρος στο οποίο μπορούσαν να ακούνε δίσκους, να προβάρουν αλλά και να ζουν μια φοιτητικού/μποέμικου τύπου ζωή. Για ένα διάστημα, εκτός από χρέη μπασίστα, ο Stuart τελούσε και χρέη μάνατζερ, κλείνοντας τους την πρώτη τους περιοδεία στη Σκωτία, μαζί με τον κιθαρίστα Johnny Gentle. Στο Αμβούργο αποτελούσε πόλο έλξης για το κοινό, ενώ πειραματίστηκε και με το στυλ του, υιοθετώντας πρώτος το κούρεμα που ο περισσότερος κόσμος έχει συνδέσει με τους Beatles. Ακόμα κι αν δεν ήταν ο πιο πρωτοποριακός ή ο πιο ικανός μπασίστας, συνέβαλε όσο λίγοι στη διαμόρφωση του ήχου, της εικόνας και του μύθου αυτής της ανεπανάληπτης μπάντας.
Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band.
Ο Sutcliffe πρώτος από αριστερά στην τρίτη σειρά.
*Εννοείται πως ο Best αξίζει ένα κείμενο αφιερωμένο μόνο στη δική του περίπτωση. Επιφυλασσόμαστε.
Πηγές:
Bellstorf, Arne – Baby’s in Black: Astrid Kirchherr, Stuart Sutcliffe and The Beatles
Goldman, Albert – The Lives of John Lennon
Wikipedia – “Stuart Sutcliffe”
Wikipedia – “The Beatles in Hamburg”
- Δημιουργήθηκε στις