Skip to main content

Συνέντευξη: Sediment Bruise

Οι Sediment Bruise αποτελούν ένα από τα πλέον δραστήρια και ενδιαφέροντα σχήματα της Θεσσαλονίκης.

Έχοντας σχηματιστεί το 1999, οι Βαγγέλης Μουδούρης (φωνητικά), Μιχαήλ-Άγγελος Νικολαΐδης (πλήκτρα και φωνητικά), Νίκος Νικολαΐδης (κιθάρα), Παναγιώτης Γιαννούδης (μπάσο), Γιώργος Μούκος (τύμπανα) και Σωτήρης Φωτεινήτσογλου (βιολί) μετρούν τρία άλμπουμ (“Sediment Bruise” του 2012, “A New Disease” του 2016 και το προπέρσινο “In-Between”), τα δύο από αυτά σε παραγωγή του Clive Martin.

Ο ήχος τους, κινείται με χαρακτηριστική άνεση ανάμεσα στο indie, το post έως και το prog rock, με πολλά πειραματικά στοιχεία και έντονη αφηγηματικότητα όσον αφορά και τους στίχους και τη δομή των κομματιών. Ο κιθαρίστας τους, Νίκος Νικολαΐδης, απάντησε διαδικτυακά στις ερωτήσεις του Strummer Radio για την ιστορία της μπάντας, τις επιρροές της, το DIY, το αν υπάρχει η περιβόητη «σκηνή της Θεσσαλονίκης» και πολλά ακόμα αξιοδιάβαστα.

The Shore

Κλισέ ερώτηση, αλλά μπορείτε να μας εξηγήσετε πώς προέκυψε το όνομα της μπάντας;

Στο λύκειο διάβαζα σουρεαλιστική ποίηση. Ταυτόχρονα σκάρωνα αντίστοιχα ποιηματάκια, και στιχάκια πάνω σε τετράδια και βιβλία, μήπως και πνίξω τον εφηβικό πόνο (τώρα γελάω) ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Και οι δύο αυτές λέξεις μου κόλλησαν ηχητικά μαζί. Μετά το ερμήνευσα κιόλας, ως αυτό που μένει ανεξίτηλο, σαν ίζημα χαραγμένο στα βάθη της καρδιάς, μετά από ένα χτύπημα που σου έριξε η ζωή. Πολύ emo! Αλλά ήμουν 16, οπότε δικαιολογείται!!!

Είστε μαζί από το 1999. Αν σας ζητούσαμε έναν πρόχειρο απολογισμό, πώς θεωρείτε πως έχουν αλλάξει τα πράγματα -για εσάς και για την indie σκηνή- από τότε έως σήμερα;

 Όταν ξεκινήσαμε πηγαίναμε ακόμα σχολείο. Τότε κάθε γειτονιά είχε και μια ελληνόφωνη ροκ μπάντα, ή ένα χιπ χοπ σχήμα. Οπότε εμείς πηγαίναμε λίγο αντίθετα στο ρεύμα, με το αγγλόφωνο indie. Αλλά τέτοια ήταν τα ακούσματά μας, κι όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται, δεν ταίριαζε στα αυτιά μας ο ελληνικός στίχος με την μουσική που παίζαμε, χωρίς ποτέ να τον σνομπάρουμε. Όσο περνούσαν τα χρόνια η indie σκηνή αποκτούσε σπουδαία σχήματα, κι έβγαζε ωραίους δίσκους, κάποιοι από τους οποίους θα μπορούσαν να είχαν βγει και στο εξωτερικό. Έτσι κι εμείς, αρχίσαμε να παίζουμε περισσότερα lives (φτάσαμε να παίξουμε και αρκετά lives στο εξωτερικό, κάτι που σίγουρά δεν φανταζόμασταν όταν ξεκινούσαμε), και να βγάζουμε συχνότερα νέο υλικό, ιδιαίτερα στην δεκαετία του 2010. Οπού ενώ οι εταιρίες κατέρρεαν, η τεχνολογική εξέλιξη και το διαδίκτυο, έκαναν ευκολότερο και να γράψεις έναν δίσκο και να τον ακούσει αρκετός κόσμος. Αυτή η πληθώρα καλής μουσικής , από την άλλη,  με ένα τόσο μικρό κοινό, έχει δημιουργήσει κορεσμό, αλλά ας μην είμαι γκρινιάρης…Τώρα σε προσωπικό επίπεδο, αλλάξαν τα πάντα. Τότε ήμαστε παιδιά, είχαμε ελπίδες και όνειρα, τώρα έχουμε παιδιά, υποχρεώσεις, άγχη και περισσότερη μιζέρια ανά περιόδους. Μα ευτυχώς έχουμε και την μουσική, που αποσυμπιέζει λίγο την κατάσταση

Κάποιοι από τους δίσκους σας είναι δική σας παραγωγή. Ήταν συνειδητή επιλογή σας;

Στην παραγωγή των δίσκων μας είμαστε πάντα συμμέτοχοι. Δίπλα στον Clive Martin, με τον οποίο ηχογραφήσαμε τους 2 τελευταίους μας δίσκους, πάντα βρισκόταν τουλάχιστον ένα μέλος της μπάντας (συνήθως ο Βαγγέλης κι ο Μιχάλης, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι ανά διαστήματα), το οποίο έδινε ιδέες και συμμετείχε ενεργά στην διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Τον Βαγγέλη, τον τραγουδιστή μας, τον χαρακτηρίζω μουσικό τυμβωρύχο, καθώς έχει ακούσει τόνους μουσικής (έχει blog, ήταν dj, χρόνια πολλά). Και πέρα από το ότι διαμόρφωνε την τελική αισθητική των κομματιών, ξέθαβε και πολλά samples που χρησιμοποιήσαμε. Από την άλλη έχουμε και τον Παναγιώτη, τον μπασίστα, ο οποίος είναι άνθρωπος ορχήστρα. Οπότε καταλαβαίνεις, ότι στην παραγωγή, όχι απλά είχαμε λόγο, αλλά αυτός ήταν σημαντικός (και διαμορφώθηκε πολλές φορές και μέσα από μουσικές διαφωνίες). Ειδικά στο In-Between, ξέραμε ακριβώς τι θέλαμε να βγάλουμε, οπότε δεν γινόταν να μην συμμετέχουμε στην παραγωγή.

Moment (George Jagar Remix)

Σε συνέχεια των παραπάνω, τι προσφέρει σε μια μπάντα και τι στερεί από μια μπάντα η διαδικασία του DIY; Πόσο επηρεάζεται από την τρέχουσα οικονομική κατάσταση;

Το DIY προσφέρει έλεγχο του ηχητικού αποτελέσματος σε μια μπάντα. Προσφέρει και συγκρατημένο κόστος βεβαίως. Από την άλλη, θα θέλαμε πολύ να είχαμε κάποιον να μας χρηματοδοτεί, για να χρησιμοποιούμε τον καλύτερο εξοπλισμό, και να έχουμε άπλετο χρόνο στην διάθεση μας, για να βγάλουμε το αποτέλεσμα που φανταζόμαστε. Αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Ειδικά στην τρέχουσα οικονομική κατάσταση

Ζείτε και δημιουργείτε στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη με πολύ φημισμένη rock/alternative σκηνή. Νιώθετε πως έχετε επηρεαστεί από την εν λόγω σκηνή (από μουσικής άποψης και από την όλη συζήτηση που υπάρχει σχετικά με αυτήν); 

Πιστεύω πως δεν έχουμε επηρεαστεί μουσικά από την πόλη μας. Επηρεαζόμαστε από την καθημερινότητα της, η οποία όμως δεν νομίζω ότι διαφέρει πολύ από την καθημερινότητα μιας μέσης πόλης του δυτικού κόσμου (άτιμη παγκοσμιοποίηση!). Επιπλέον, δεν θεωρώ πως είχε ποτέ σκηνή στην πραγματικότητα. Έτσι το δείχνανε οι δημοσιογράφοι. Η σκηνή προϋποθέτει πολλά σχήματα, πολύ κόσμο να τα ακολουθεί, και συνεκτικότητα μεταξύ των σχημάτων αυτών. Εδώ υπήρχαν λίγα σχήματα που έκαναν επιτυχία, αλλά χωρίς κάποια συνεκτικότητα μεταξύ τους. Γι’ αυτό, και κράτησε λίγο όλο αυτό (δεκαετία 1990). Δεν είμαστε το Μάντσεστερ με λίγα λόγια!

Όσον αφορά τον πιο πρόσφατο δίσκο σας (In-Between, 2019), αναφέρετε πως είναι προέκυψε από ιδέες που διαμορφώθηκαν μέσα από την «κριτική συνεισφορά όλων των μελών», αντί να ηχογραφείτε ή να προβάρετε κομμάτια που ήταν ήδη δομημένα προτού να μπείτε στο στούντιο. Αν και είναι εν πολλοίς κατανοητό το τι εννοείτε, θα θέλατε να μας αναλύσετε λίγο παραπάνω αυτή τη διαδικασία;

Εντάξει. Υπήρχε κάποια δομή στα κομμάτια και πριν μπούμε στο στούντιο, αλλά εν πολλοίς η τελική τους διαμόρφωση ήταν αποτέλεσμα της συνεισφοράς όλων των μελών κατά την ηχογράφηση. Συνήθως έχουμε κάποιες αρχικές ιδέες εγώ (κιθάρα) και ο Μιχάλης (πλήκτρα), τις οποίες τις αλλάζουν τα φώτα (με την καλή έννοια), ο Πάνος (μπάσο) κι ο Γιώργος (ντραμς). Και βάζουν την τελική πινελιά ο Βαγγέλης (φωνή) κι ο Σωτήρης (βιολί). Στο τέλος, το τραγούδι, είναι όντως σύνθεση όλων μας, καθώς συχνά ξεμακραίνει κάπως από την αρχική ιδέα. Για τον επόμενο δίσκο, ηχογραφούμε τις πρόβες που βγαίνουν από την παραπάνω διαδικασία, τις μιξάρει ο Παναγιώτης στο home studio του, κι αυτό θα αποτελέσει την μήτρα για την τελική ηχογράφηση. Ρε γαμώτο, όλα τα μυστικά μας, σας τα ξέρασα. Ντροπή μου!

Εκτός από τυχόν χαρακτηρισμούς που μπορεί να αποδώσουν στη μουσική σας κάποια media ή εταιρείες, εσείς οι ίδιοι έχετε κατά καιρούς χαρακτηρίσει εαυτούς ως indie, post rock, progressive κ.ά. Προφανώς και είναι δόκιμο και φυσικό να συνυπάρχουν τέτοιες «ταμπέλες» στον ήχο σας, αλλά θεωρείτε πως υπερισχύει κάποια από αυτές στη δεδομένη περίοδο; Και αν ναι, ποια;

Πάντα δυσκολευόμουν με τις ταμπέλες. Η μουσική δεν είναι είδος φαγητού για να της βάλεις ταμπέλες και συνταγές. Είναι συμπαντική. Τι ταμπέλα να βάλω στην μουσική μας, όταν τα 6 μέλη μας ακούνε από alternative rock, gangsta rap, new wave, indie pop, trip-hop, progressive metal μέχρι και house μουσική; Θα πω σκοτεινή ενναλακτική ποπ-ροκ. Αν με ρωτήσεις αύριο, ίσως πω κάτι άλλο…

Έχετε συνεργαστεί με τον Clive Martin (Les Negresses Vertes, Crowded House, Stereophonics, Puressence, EMF, Mansun κ.ά.), έναν παραγωγό ο οποίος έχει δουλέψει και με αρκετές άλλες ελληνικές μπάντες (Raining Pleasure, Vassilikos, Fuzzy Nerds, Rosebleed). Πώς ξεκίνησε η γνωριμία μαζί του; Πώς συνεισέφερε στο ηχητικό αποτέλεσμα των δύο τελευταίων δίσκων σας (A New Disease και In-Between); Ποια είναι η πιο χαρακτηριστική ανάμνηση από τον ίδιο κι από τη διαδικασία των ηχογραφήσεων;  

Ο Clive έτυχε να βρίσκεται στο κοινό μιας συναυλίας που κάναμε το 2011 στο Λονδίνο. Κολλήσαμε αμέσως. Ήπιαμε αρκετές μπύρες και τελικά συνεργαστήκαμε. Κι επειδή και ωραία περάσαμε, και μας άρεσε το αποτέλεσμα ξανασυνεργαστήκαμε. Έτσι απλά. Στο A new disease ήταν καθοριστική η συνεισφορά του, καθώς τα τραγούδια ήταν πιο ακατέργαστα και τα σουλούπωσε. Επίσης μας βοήθησε πολύ, στο να κόψουμε υπερβολές και πράγματα που δεν χρειάζονταν. Ήμασταν όμως καλοί μαθητές, κι έτσι στο In-between η δουλειά του ήταν σαφώς πιο εύκολη, καθώς τα τραγούδια ήταν έτοιμα, και είχαμε συγκεκριμένο όραμα στο πως θέλαμε να ακούγονται. Από τον Clive έχω πολύ καλές αναμνήσεις. Πολύ προσιτός, φιλικός, πάντα άκουγε και την δική μας άποψη, και είχε τρομερές αντοχές, ακόμα και ύστερα από 15 συνεχόμενες ώρες στο στούντιο. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν η ηχογράφηση στις κιθάρες, όπου είναι master. Χρησιμοποιούσαμε 3 ενισχυτές και 3 κιθάρες και δοκιμάζαμε χιλιάδες ρυθμίσεις και ήχους, μέχρι να βγάλουμε το τελικό αποτέλεσμα. Εγώ κουραζόμουν, αυτός με τίποτα!

Birth

Την τελευταία δεκαετία περνάμε έτσι κι αλλιώς μια περίοδο αβεβαιότητας και ανασφάλειας, αλλά και μια περίοδο που συχνά-πυκνά χαρακτηρίζεται ως «μεταιχμιακή» - στοιχεία που σας απασχολούν και στο In-Between). Αυτή η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια έγιναν ακόμα πιο έντονες με την τρέχουσα πανδημία. Πώς επηρεάζεται –και πρακτικά και σε επίπεδο περιεχομένου- η δημιουργική διαδικασία σε μια περίοδο πανδημίας και lockdown; Συνεχίζετε να κάνετε πρόβες ή/και να ηχογραφείτε;

Ειδικά στην Ελλάδα, αυτό το in between φαντάζει ατελείωτο. Ήρθε και η πανδημία τώρα σαν το κερασάκι στην τούρτα. Δυστυχώς, την δική μου γενιά, όλο αυτό την έπιασε στα δημιουργικά της χρόνια. Και έχει επηρεάσει κάθε έκφανση της ζωής μας. Από την εργασία, την καθημερινότητα, μέχρι και το περιεχόμενο των στίχων και της μουσικής μας, που βγάζει μια απογοήτευση, έναν θυμό και μια γενικότερη ανασφάλεια για το μετά. Αυτή η πνιγηρή κατάσταση, εκφράζεται έντονα στα τραγούδια μας, και δεν γίνεται αλλιώς, γιατί είναι κατά κάποιον τρόπο η ψυχοθεραπεία μας. Τα βγάζουμε, για να μην μείνουν μέσα και μας τρελάνουν…Τώρα, όσον αφορά τα αιώνια lockdown, σαφώς κι έχουν επηρεάσει την λειτουργία της μπάντας. Έχουμε να παίξουμε μαζί από τον Νοέμβριο! Είχαμε ολοκληρώσει μέχρι τότε 4 καινούρια κομμάτια, κι ετοιμαζόμασταν μέσα στον χειμώνα να ολοκληρώσουμε και τα υπόλοιπα, ώστε την τρέχουσα περίοδο να κάναμε την τελική ηχογράφηση του νέου μας δίσκου. Και μετά πάγωσαν όλα. Για μια μπάντα με 6 άτομα, είναι αδύνατον να προβάρει και να ηχογραφεί σε home studio. Οπότε όλο αυτό μας φρέναρε άσχημα. Ελπίζω να βρεθούμε σύντομα, για να πάρει μπρος η μηχανή! Και να μην μας έχει δημιουργήσει όλο αυτό ψυχολογικά θέματα!

Έχετε σκεφτεί να κάνετε online συναυλίες ή άλλα events εν μέσω lockdown;

Ναι. Αλλά πρακτικά είναι πολύ δύσκολο να γίνει, γιατί πρέπει να προβάρουμε πολύ, και δεν υπάρχει χώρος για να γίνει αυτό. Αν ήμασταν τριμελής πανκ μπάντα θα γινόταν ενδεχομένως. Τις ζηλεύω αυτές τις μπάντες κάποιες φορές…Επιπλέον, είχαμε ούτως ή άλλως αποφασίσει αυτήν την περίοδο να ηχογραφήσουμε, και είμασταν τυχεροί, όσον αφορά την χρονική συγκυρία,  καθώς λίγες μέρες πριν το πρώτο lockdown πέρσι, ολοκληρώσαμε τις εμφανίσεις για το In Between, έχοντας κάνει αρκετές συναυλίες σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Τον τελευταίο καιρό έχει ξεκινήσει μια μεγάλη κουβέντα για το streaming, με αφορμή τις αμοιβές από το Spotify αλλά και άλλες πλατφόρμες. Πώς έχετε βιώσει αυτή την κατάσταση; Ποιος θεωρείτε πως θα ήταν ο καλύτερος και δικαιότερος τρόπος να λυθεί αυτό το ζήτημα;

Ας μην γελιόμαστε. Για μια ελληνική indie μπάντα τα ποσοστά είναι ψίχουλα. Ακόμα και για τις πιο πετυχημένες. Από τις πλατφόρμες κερδίζουν μόνο οι δεινόσαυροι. Αν δεν είσαι οι U2, οι Metallica, ή η Ariana Grande, τα ποσοστά σου είναι αστεία, στο ούτως ή άλλως περιορισμένο κοινό. Οι ελληνικές μπάντες, πάντα βάζουν από την τσέπη τους. Η στην καλύτερη, δεν βγάζουν τόσα, ώστε να ζουν από αυτό, όπως πολλοί στο εξωτερικό. Μόνο τα lives είναι η λύση, αλλά τα κόψανε κι αυτά, και θα κάνουμε καιρό να επανέλθουμε σε μια κανονικότητα στον τομέα αυτό. Για εμένα, το πρόβλημα είναι συνολικό. Όταν τα ραδιόφωνα παίζουν 30 χρόνια τώρα τα ίδια 100 τραγούδια , όταν τα μέσα ενημέρωσης προωθούν πάντα τους ίδιους φίλους τους, όταν οι πλατφόρμες streaming διοικούνται από managers που πριν διοικούσαν σούπερ μάρκετ, χωρίς καμία άποψη για την μουσική, ε τότε, μόνο το κέρδος έχει σημασία, και όχι η μουσική η ίδια. Να βγάλεις κέρδος, εννοείται, αλλά να βγάλει κι ο καλλιτέχνης το αντίστοιχο. Το προϊόν του πουλάς. Μεσάζοντας είσαι. Θα έπρεπε να προωθούνται νέα πράγματα και οι αμοιβές να γίνουν μεγαλύτερες. Αλλά αυτά είναι ουτοπίες. Η μουσική είναι ένα ακόμη δέντρο μέσα στην ζούγκλα του κέρδους…

The Girl with the Gun in Her Hand

Παραμένοντας στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων, πώς βλέπετε τις εξελίξεις στην Ελλάδα, όσον αφορά τη σχετική νομοθεσία και τους οργανισμούς διαχείρισης των δικαιωμάτων αυτών;

Για πράγματα που η Δυτική Ευρώπη τα έχει λύσει 50 χρόνια τώρα, εμείς είμαστε ακόμα σε εμβρυική φάση. Πάντως είναι θετικό, που ΄τώρα τελευταία έχουν γίνει κινήσεις για να πάρουν την τύχη των δικαιωμάτων στα χέρια τους οι δημιουργοί. Θα δούμε που θα κάτσει το θέμα…

Ετοιμάζετε κάτι αυτή την περίοδο; Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Ετοιμάζουμε τον τέταρτο μας δίσκο. 4 τραγούδια είναι ήδη έτοιμα, και έχουμε να σουλουπώσουμε άλλα 10 τραγούδια, που γράφτηκαν εν μέσω πανδημίας, και να επιλέξουμε τα πιο έτοιμα από αυτά για να μπουν στον δίσκο. Επιπλέον, προσπαθούμε να προετοιμάσουμε το έδαφος για live εμφανίσεις, όταν τελειώσει όλος αυτός ο όλεθρος. Αν όλα πάνε καλά. Αν δεν πέσει μετεωρίτης και μας καταστρέψει!Just kidding…

Τα Social Media των Sediment Bruise:

YouTube
Facebook
Bandcamp
Twitter
Instagram

Επιμέλεια συνέντευξης: Γιώργος Δρόσος

 

  • Δημιουργήθηκε στις